Η Νομοθετική δραστηριότητα των Βυζαντινών υπήρξε ιδιαιτέρως παραγωγική. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο μετεξελίχθη, επί Ρωμαϊκών μεν βάσεων, αλλά με περισσότερο Ελληνικό, αλλά και Χριστιανικό χαρακτήρα. Οι αρχές του, περί ισονομίας, δικαιοσύνης και φιλανθρωπίας, παρέπεμπαν σαφώς, αφενός μεν στην κλασσική Ελλάδα, αφετέρου δε στην Χριστιανική πίστη. Χαρακτηρίζεται, βεβαίως, σε αρκετά σημεία ως άκρως απολυταρχικό, τέλεια συνυφασμένο όμως με τις επιταγές της τότε εποχής περί «Ελέω Θεού Μονάρχη». Θα εξετάσουμε επομένως την Βυζαντινή Νομοθεσία, αλλά κυρίως τους βασικότερους παράγοντες, οι οποίοι διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και το περιεχόμενό της. Ας μη ξεχνούμε, άλλωστε, ότι το Βυζαντινό Δίκαιο κληροδότησε στην Ευρώπη, τις βάσεις των νομοθεσιών των χωρών της.
Λέγοντας όμως περί Δικαίου, ας ρίξουμε μία ματιά στα κυριότερα Νομοθετικά έργα των Βυζαντινών χρόνων. Η πρώτη απόπειρα, έλαβε χώρα επί των ημερών του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Β’ τον 4ο αιώνα με τον λεγόμενο «Θεοδοσιανό Κώδικα» (Codex Theodosianus). Καταβλήθηκε τότε μία προσπάθεια σύντμησης και κωδικοποίησης της υφισταμένης νομοθεσίας.
Το επόμενο, αλλά ταυτοχρόνως και πιο καθοριστικό βήμα, ως προς την ολοκλήρωση του Θεοδοσιάνιου εγχειρήματος, έγινε την εποχή του Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα, μέσω της κωδικοποιήσεως του Ρωμαϊκού Δικαίου, σε ένα σώμα υλικού, το λεγόμενο και «Corpus Iuris Civilis», που αποτελείτο από τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος ονομάζονταν «Ιουστινιάνειος Κώδιξ» (Codex Iustinianus) και περιελάμβανε κωδικοποιημένες τις αυτοκρατορικές διατάξεις μέχρι την εποχή του. Το δεύτερο μέρος, «Οι Πανδέκται» (Digesta), ήταν μία συλλογή αποσπασμάτων από διάφορα έργα διακεκριμένων Νομομαθών. Αφορούσε τις απόψεις τους πάνω σε διάφορα νομικά ζητήματα. Το τρίτο μέρος είχε τον τίτλο «Εισηγήσεις» (Instituta) και αποτελούσε στην ουσία μία σύνοψη, ένα πρακτικό εγχειρίδιο θα λέγαμε στα χέρια των σπουδαστών των Νομικών Επιστημών. Τέλος, οι «Νεαραί» (Novellae), που πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι εγράφησαν στην Ελληνική, αποτελούσαν όλη την μεταγενέστερη νομοθεσία μετά τον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Αργότερα, κατά τον 8ο αιώνα ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ΄ θέσπισε την «Εκλογή των Νόμων», η οποία ήταν μία σύντομη περίληψη του Corpus Iuris Civilis, προσαρμοσμένη όμως στις ανάγκες της εποχής του.
Την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας, τώρα, – μέσα 9ου έως μέσα 11ου – βλέπουμε μία σημαντική και αξιόλογη παραγωγή Νομοθετημάτων. Έτσι έχουμε την επονομαζόμενη «Εισαγωγή ή Επαναγωγή», στην οποία γίνεται για πρώτη φορά αναφορά για την ανεξαρτησία του Πατριαρχικού Λόγου. Επίσης, την ίδια εποχή, τον 9ο αιώνα παρουσιάζεται και ο «Πρόχειρος Νόμος». Λίγο μετά έχουμε την παρουσίαση των «Βασιλικών», του δεύτερου πιο σημαντικού κώδικα μετά τον Ιουστινιάνειο. Άλλα, μικρότερης σημασίας Νομικά Έργα είναι: «Η μεγάλη Σύνοψις των Βασιλικών» στα μέσα του 10ου αιώνος, «Ο Τιπούκειτος» τον 11ο, «Η Σύνοψη των Νόμων» επίσης τον 11ο, «Το Πόνημα Νομικόν» τον ίδιο αιώνα, όπως και «Η Πείρα». Το πιο άξιο λόγου έργο όμως της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου είναι η «Εξάβιβλος» του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου.
Κατά την διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του Βυζαντίου η αυτοκρατορική εξουσία υπήρξε, φυσικά, απόλυτη αλλά και καταλυτική. Κατά συνέπεια και το δίκαιο δεν μπορούσε να ξεφύγει αυτού του κανόνος. Το περιεχόμενό του, ήταν στην ουσία μία σειρά αυτοκρατορικών διατάξεων. Η θέληση των αυτοκρατόρων ήταν ταυτόχρονα και νόμος, και μάλιστα εκπορευόμενος εκ του Θείου, ο οποίος εκφράζονταν μέσα από μία σειρά Νεαρών, που εξέδιδαν σε τακτά χρονικά διαστήματα, αρχής γενομένης από τον Ιουστινιανό. Θα λέγαμε ότι, αν και δημιουργός των Νόμων ήταν ο αυτοκράτορας, εντούτοις Πηγή τους εμφάνιζε τον Θεό και αυτό για να συμπεριλάβει με τον μανδύα της Ιερότητος τις όποιες αποφάσεις ελάμβανε και εν συνεχεία νομοθετούσε. Αλλά και έργα όπως Οι Πανδέκται, του εν λόγω Βυζαντινού ηγεμόνος, που περιείχαν σταχυολογήματα διαφόρων επιφανών Νομικών των περασμένων αιώνων, είχαν συνταχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε, οι απόψεις που απηχούσαν να εναρμονίζονται απόλυτα με την κρατούσα άποψη περί του απόλυτου Κριτού και Νομοθέτη, του αυτοκράτορος. Αυτό συνέβη, διότι, η συλλογή των προγενεστέρων κειμένων, με σκοπό να ενταχθούν στους Πανδέκτες, έγινε ακριβώς με γνώμονα την συγκεκριμένη θέση, η οποία αποτελούσε και ένα είδος δόγματος στο Βυζάντιο. Να σημειώσουμε, μόνο, πως την δύσκολη αυτή προσπάθεια ανέλαβε να φέρει εις πέρας με μία δεκαεξαμελή επιτροπή ο Τριβωνιανός. Προχώρησε, λοιπόν, παρεμβαίνοντας στα κείμενα, είτε τροποποιώντας τα, είτε παραλείποντας τα σημεία που δεν συμφωνούσαν, καθιστώντας αυτά τελείως αγνώριστα. Αυτού του είδους οι τροποποιήσεις ονομάσθηκαν «Επεμβάσεις».
Ούτως ή άλλως, βέβαια, επιβάλλονταν εκ των πραγμάτων να προχωρήσει η αυτοκρατορία σε μία συστηματική και έγκυρη κωδικοποίηση της προϋπαρχούσης Ρωμαϊκής Νομοθεσίας. Έτσι, θα αποτελούσε ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των δικαστών, στην προσπάθειά τους για καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Πάντοτε όμως υπό το άγρυπνο βλέμμα του ανωτάτου άρχοντος, του αυτοκράτορος. Άλλωστε οιαδήποτε νομική δυσερμηνεία οδηγούσε αναγκαστικά στον ίδιο, καθόσον μόνο εκείνος δικαιούτο να θεσπίζει και να ερμηνεύει τους νόμους. Η λειτουργία του κράτους έπρεπε να είναι συνεχής και αρμονική. Οι νόμοι, επομένως, που εντάσσοντο στην ανωτέρω λειτουργία, όφειλαν να είναι ξεκάθαροι, να μην υποπίπτουν σε αντιφάσεις μεταξύ τους, αλλά ούτε και να επαναλαμβάνονται. Αυτό, αποτέλεσε άλλωστε και τον βασικότερο στόχο του Ιουστινιανού με τον Ιουστινιάνειο Κώδικα.
Κατά την διάρκεια της δυναστείας των Ισαύρων, τώρα, και συγκεκριμένα κατά τα έτη της βασιλείας του ιδρυτού της Λέοντος Γ’ (717-741), επιχειρήθηκε μία νέα κωδικοποίηση η επονομαζόμενη και Εκλογή των Νόμων. Ήταν, θα λέγαμε, μία επιτομή του Corpus Iuris Civilis και στόχευε στην προσαρμογή του δικαίου στις ανάγκες της εποχής του. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης κωδικοποίησης, ήταν, η προσπάθεια αναθεώρησης της κείμενης νομοθεσίας επί το «Φιλανθρωπότερον», έτσι ώστε να συμβαδίζει με τις χριστιανικές αρχές του κράτους. Αφορούσε κυρίως ποινικά αδικήματα και προέβλεπε την ποινή του ακρωτηριασμού για τα περισσότερα από αυτά, αντικαθιστώντας την θανατική, η οποία όμως παρέμεινε για ορισμένα εξ΄αυτών, τα ιδιαιτέρως ειδεχθή. Είναι βεβαίως συζητήσιμο, εάν, και κατά πόσο ήταν προτιμώτερος ο ακρωτηριασμός από τον θάνατο, δεδομένου ότι, το μέτρο αυτό συνιστούσε για πολλούς έναν εκβαρβαρισμό του Ρωμαϊκού Δικαίου. Συν τοις άλλοις, έδειχνε και έναν επηρεασμό από πρακτικές της Ανατολής. Το γεγονός αυτό, από μόνο του, δε συνάδει με τις αντιλήψεις περί του «Πρώτου Χριστιανικού Κώδικα» και το πλήθος των βιβλικών κειμένων που παρατίθενται μέσα. Σε άλλα σημεία, βεβαίως, στην Εκλογή παρατηρούμε την επήρεια των μεταβολών των κοινωνικών συνθηκών, όπως στην περίπτωση του γάμου, καθώς και στην βελτίωση της θέσης των γυναικών.
Ο αυτοκρατορικός απολυταρχισμός, φυσικά, συνεχίσθηκε και κορυφώθηκε στα χρόνια των Μακεδόνων. Κυρίως, αυτό φαίνεται από την έκδοση ορισμένων Νεαρών από τον Λέοντα τον ΣΤ΄, όπου δίδεται περαιτέρω νομική κάλυψη στο δικαίωμα του Βυζαντινού Μονάρχη να συγκεντρώσει υπό τον έλεγχό του το σύνολο της κρατικής εξουσίας. Οι διακηρύξεις του τύπου, ο αυτοκράτορας υπεράνω των νόμων και περί «Μόναρχου Κράτους» δίνουν ακριβώς το στίγμα της εποχής. Η αυτοκρατορική παντοδυναμία σε όλο της το μεγαλείο. Συνεπώς, δεν προξενεί εντύπωση πως στην διάρκεια της Βασιλείας τους, το δίκαιο συνδέθηκε με έντονες τάσεις επιστροφής στην Ιουστινιάνεια Νομοθεσία. Την προσπάθειά τους αυτή την ονόμασαν «Ανακάθαρση των Νόμων», έχοντας την έννοια της αποκατάστασης των Ιουστινιάνειων νομοθετημάτων, με την κατάργηση ουσιαστικά της Εκλογής. Η διαφορά με τον Ιουστινιανό, όμως, είναι πως ο ίδιος, κάπου παραδέχονταν την υπεροχή των νόμων, έτσι ώστε, να αναγκάζεται να υπακούει και ο ίδιος σε αυτούς. Το πρότυπο αυτό, του ηγεμόνα δηλαδή που υποτάσσεται και ο ίδιος στους νόμους, ήταν, σύμφωνο με την έννοια της «Εννόμου Επιστασίας». Εδώ, φαίνεται καθαρά η επίδραση της Κλασσικής Ελληνικής Παιδείας.
Ο σπουδαιότερος Νομοθετικός Κώδικας αυτής της περιόδου, ήταν Τα Βασιλικά, ένα έργο αποτελούμενο από εξήντα βιβλία, τα οποία περιέχουν δίκαιο σαφώς εμπνευσμένο από το Corpus Iuris Civilis. Ωστόσο, η μεγάλη εξάρτηση ολόκληρου, σχεδόν, του μεταϊουστινιάνειου δικαίου από αυτό, φανερώνεται και από κάποιο χωρίο των Βασιλικών, που προβλέπει πως σε κάθε περίπτωση που ο νόμος καθίστανται ελλιπής και παρουσιάζει κενά, τότε, αυτά έρχεται να τα καλύψει το «Παραδοσιακό» Ρωμαϊκό Δίκαιο. Τα Βασιλικά, τέλος, αποτέλεσαν την κύρια Νομοθεσία του Βυζαντίου, μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης, στα μέσα του 15ου αιώνος, στους οθωμανούς. Αυτό δε, κατοχυρώνεται κυρίως κατά την διάρκεια του 12ου αιώνος επί βασιλείας Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, όπου ορίστηκε ρητώς, πως μόνον τα Βασιλικά αποτελούν το ισχύον δίκαιο της αυτοκρατορίας, αντικαθιστώντας το Ιουστινιάνειο.
Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι, επί Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος, εξεδόθη η Εισαγωγή ή Επαναγωγή, ένας νομικός κώδικας, όπου γίνονταν ιδιαίτερη μνεία στο θέμα των «Δύο Εξουσιών», του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη. Οι δύο αυτοί σημαντικότεροι θεσμοί του Βυζαντινού κράτους, αποτελούσαν ταυτόχρονα και τους πόλους εξουσίας, εξέφραζαν δε, ο μεν Αυτοκράτωρ την κεφαλή της κοσμικής και κατ΄ επέκταση της πολιτικής εξουσίας, ενώ ο Πατριάρχης ήταν η κεφαλή της Εκκλησίας. Στην Επαναγωγή, μάλιστα, καθορίζονται τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους, όπως και τα διαχωριστικά όρια των εξουσιών τους. Η νέα αυτή καινοτομία, έρχονταν σε αντίθεση με το υπάρχον σύστημα, βάσει του οποίου δεν υπήρχαν δύο διαφορετικές εξουσίες, αλλά δύο μορφές εμφάνισης της μόνης πραγματικής εξουσίας. Ο αυτοκράτορας, εξάλλου, ήταν ταυτόχρονα και ο ανώτατος εκκλησιαστικός ηγέτης. Το δυστύχημα, βέβαια, για την εκκλησία ήταν ότι, η διάρκεια ισχύος της επαναγωγής υπήρξε εξαιρετικά βραχύβια. Ήταν, άλλωστε, η τελευταία προσπάθεια της εκκλησίας για ανεξαρτησία. Η Επαναγωγή τέλος, κατέστη ανενεργός από τον Λέοντα τον ΣΤ΄, έναν άκρως απολυταρχικό μονάρχη.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να κάνουμε μία μικρή αναφορά στους "Δυνατούς". Είναι γεγονός ότι η Μακεδονική δυναστεία περιόρισε τη δύναμη των αριστοκρατών γαιοκτημόνων για μια σειρά από λόγους. Αυτοί οι λόγοι ήταν στρατιωτικοί, διότι τα στρατιωτικά αγροκτήματα χάνονταν σε βάρος των ιδιωτικών με αποτέλεσμα το κράτος να αναγκάζεται να διατηρεί μισθοφορικό στρατό ο οποίος ήταν δαπανηρός και αμφιβόλου μαχητικότητος. Άλλοι ήταν πολιτικοί, γιατί οι μεγαλογαιοκτήμονες με τη μεγάλη τους δύναμη άρχισαν να έχουν αξιώσεις στον αυτοκρατορικό θρόνο. Τέλος, για οικονομικούς λόγους ήταν πιο εύκολο για την αυτοκρατορία να δασμολογεί μικροϊδιοκτήτες απ' ότι τους τιμαριούχους οι οποίοι απέφευγαν την καταβολή οικονομικών εισφορών. Κατά συνέπεια, οι Μακεδόνες αυτοκράτορες, με διάφορους νόμους και διατάγματα, πέτυχαν να προτιμώνται ως αγοραστές της κοινοτικής γης οι γείτονες και συγγενείς τους πωλητή, να αποδίδονται αναδρομικά στους φτωχούς ιδιοκτήτες τα χωράφια που τους είχαν πάρει οι Δυνατοί, να απαγορεύεται η αγοραπωλησία των στρατιωτικών κτημάτων, να περιοριστεί η αύξηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και τέλος να πληρώνουν οι Δυνατοί τον φόρο των φτωχών. Το τελευταίο νομοθετικό μέτρο είναι το γνωστό "Αλληλέγγυον" του Βασιλείου του Β'.
Στα χρόνια που επακολούθησαν, δεν παρατηρείται η συγγραφή ιδιαίτερα αξιόλογων νομοθετικών έργων. Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίζεται από μία γενικότερη παρακμή του βυζαντίου σε όλους τους τομείς, επομένως και στο δίκαιο. Κάτω από αυτές τις δυσοίωνες συνθήκες, δεν υπήρχε η σκέψη για τη σύνταξη νέων νόμων, παρά μόνο για αναμασήματα παλαιοτέρων. Τα περισσότερα έργα εξαντλούνται στην ερμηνεία και κωδικοποίηση των Βασιλικών, όπως ο "Τιπούκειτος", που αποτελεί ουσιαστικά ένα ευρετήριο των Βασιλικών. Αλλά και η Μεγάλη Σύνοψη των Βασιλικών είναι στην ουσία μία περίληψή τους. Ακόμη, να τονίσουμε πως γίνεται μία προσπάθεια για την συγγραφή εγχειριδίων που προορίζονταν για τους φοιτητές των Νομικών Επιστημών. Τέτοια ήταν η Σύνοψη των Νόμων, του Μιχαήλ Ψελλού και το Πόνημα Νομικόν του Μιχαήλ Ατταλειάτη. Το σπουδαιότερο, όμως, έργο της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου, ήταν, η εξάβιβλος του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου τον 14ο αιώνα. Στα έξι βιβλία της, βλέπουμε μία ταξινόμηση του υπάρχοντος ποινικού και αστικού δικαίου. Και αυτό διότι, οι ανάγκες της εποχής ζητούσαν τη συγγραφή ενός εύχρηστου και άριστα ταξινομημένου νομικού εγχειριδίου, δεδομένου ότι, το έργο των Βασιλικών είχε καταστεί πλέον μη λειτουργικό. Το πόσο σημαντικό έργο αποτέλεσε η εξάβιβλος, αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος της υιοθετήσεώς του από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος στη θέση του αστικού δικαίου έως τα μέσα του 20ου αιώνος.
Οι αρχές του Βυζαντινού δικαίου, όμως, εμπνέονται και από τον Χριστιανισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όλοι οι αυτοκράτορες ευφορούνται των χριστιανικών ιδεωδών, και αυτό φαίνεται μέσα από τα νομοθετήματά τους. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η χριστιανική πίστη αποτέλεσε βασικό συστατικό του Βυζαντίου. Ο ευφυέστατα σκεπτόμενος Μεγάλος Κωνσταντίνος, διέγνωσε σωστά πως η συνέχιση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στηρίζονταν πάνω σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος ήταν το οικονομικά εύρωστο και πλούσιο ανατολικό τμήμα της και ο δεύτερος ο χριστιανισμός. Η νέα θρησκεία, είχε αναπτύξει ιδιαίτερα μεγάλη δυναμική μετά την παύση των τελευταίων διωγμών επί Διοκλητιανού και εγγυούταν την συνοχή του ετερόκλητου πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Το κύρος της Εκκλησίας, έτσι, αυξήθηκε και επομένως μετά την εύνοια του Μ. Κωνσταντίνου, πέρασε στο στάδιο της προνομιακής μεταχείρισής της και τέλος στην επιβολή της χριστιανικής θρησκείας σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Όλες οι παραπάνω πρακτικές εμπεριέχονταν σε διάφορα αυτοκρατορικά διατάγματα, τα οποία αποτέλεσαν μετέπειτα νόμους του κράτους. Ενδεικτικό, μάλιστα, του αυξημένου αυτοκρατορικού ενδιαφέροντος για τα εκκλησιαστικά ζητήματα, ήταν πως ο Ιουστινιάνειος Κώδικας, αποτελούμενος από δώδεκα βιβλία, αφιέρωνε το πρώτο στο εκκλησιαστικό δίκαιο. Ο συγκεκριμένος αυτοκράτωρ, μάλιστα, επεδίωκε να ασκήσει την εξουσία του «Κατά Μίμησιν» Θεού. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική, έπρεπε, να ακολουθήσει συγκεκριμένους κανόνες και υποδείγματα, ώστε από την μία να είναι αρεστός στον Θεό, αλλά και από την άλλη να εμπνέει εμπιστοσύνη στους υπηκόους του.
Όσον αφορά τώρα το καθεαυτό εκκλησιαστικό δίκαιο, έχουμε διάφορες συλλογές, όπως η «Συναγωγή», μία συλλογή προγενεστέρων ιερών κανόνων. Άλλη συλλογή ήταν ο «Νομοκανών», ένα έργο όπου η τελική έκδοσή του έγινε από τον Θεόδωρο Βαλσαμώνα τον 12ο αιώνα. Υπάρχει, μάλιστα, διάχυτη η άποψη, τόσο από τον Βαλσαμώνα, όσο και από τον Ματθαίο Βλάσταρη μεταγενέστερα, πως, οι εκκλησιαστικοί κανόνες μπορούν να εξισωθούν με τις «Θείες Γραφές» και ότι οι νόμοι αυτό που κάνουν στην πραγματικότητα είναι να τους συμπληρώνουν.
Επίσης, την Υστεροβυζαντινή εποχή, θα παρατηρήσουμε μία αύξηση των αρμοδιοτήτων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, κυρίως λόγω της Νεαράς 27 του Αλεξίου του Α΄, όπου γίνεται η μεταβίβαση ορισμένων τέτοιων αρμοδιοτήτων, κυρίως οικογενειακών και κληρονομικών υποθέσεων. Ξέχωρα αυτού, όμως, η δικαστική δικαιοδοσία της εκκλησίας επεκτάθηκε και σε άλλα ζητήματα, εκτός αυτών των οποίων όριζε η εν λόγω Νεαρά, όπως η τοκογλυφία, η σύνταξη συμβολαίων κι άλλα. Η πρακτική αυτή, ουδέποτε συνάντησε οποιαδήποτε αυτοκρατορική αντίδραση. Ο λόγος ήταν ότι, αποδέσμευε σε αρκετά μεγάλο βαθμό τα πολιτειακά δικαστήρια από έναν μεγάλο όγκο υποθέσεων. Γεγονός όμως ήταν, πως με την πάροδο των αιώνων και ιδιαίτερα στους τελευταίους δύο, προ της οριστικής πτώσης του Βυζαντίου, η ισχύς του αυτοκράτορα έφθινε συνεχώς.
Το επόμενο, αλλά ταυτοχρόνως και πιο καθοριστικό βήμα, ως προς την ολοκλήρωση του Θεοδοσιάνιου εγχειρήματος, έγινε την εποχή του Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα, μέσω της κωδικοποιήσεως του Ρωμαϊκού Δικαίου, σε ένα σώμα υλικού, το λεγόμενο και «Corpus Iuris Civilis», που αποτελείτο από τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος ονομάζονταν «Ιουστινιάνειος Κώδιξ» (Codex Iustinianus) και περιελάμβανε κωδικοποιημένες τις αυτοκρατορικές διατάξεις μέχρι την εποχή του. Το δεύτερο μέρος, «Οι Πανδέκται» (Digesta), ήταν μία συλλογή αποσπασμάτων από διάφορα έργα διακεκριμένων Νομομαθών. Αφορούσε τις απόψεις τους πάνω σε διάφορα νομικά ζητήματα. Το τρίτο μέρος είχε τον τίτλο «Εισηγήσεις» (Instituta) και αποτελούσε στην ουσία μία σύνοψη, ένα πρακτικό εγχειρίδιο θα λέγαμε στα χέρια των σπουδαστών των Νομικών Επιστημών. Τέλος, οι «Νεαραί» (Novellae), που πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι εγράφησαν στην Ελληνική, αποτελούσαν όλη την μεταγενέστερη νομοθεσία μετά τον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Αργότερα, κατά τον 8ο αιώνα ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ΄ θέσπισε την «Εκλογή των Νόμων», η οποία ήταν μία σύντομη περίληψη του Corpus Iuris Civilis, προσαρμοσμένη όμως στις ανάγκες της εποχής του.
Την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας, τώρα, – μέσα 9ου έως μέσα 11ου – βλέπουμε μία σημαντική και αξιόλογη παραγωγή Νομοθετημάτων. Έτσι έχουμε την επονομαζόμενη «Εισαγωγή ή Επαναγωγή», στην οποία γίνεται για πρώτη φορά αναφορά για την ανεξαρτησία του Πατριαρχικού Λόγου. Επίσης, την ίδια εποχή, τον 9ο αιώνα παρουσιάζεται και ο «Πρόχειρος Νόμος». Λίγο μετά έχουμε την παρουσίαση των «Βασιλικών», του δεύτερου πιο σημαντικού κώδικα μετά τον Ιουστινιάνειο. Άλλα, μικρότερης σημασίας Νομικά Έργα είναι: «Η μεγάλη Σύνοψις των Βασιλικών» στα μέσα του 10ου αιώνος, «Ο Τιπούκειτος» τον 11ο, «Η Σύνοψη των Νόμων» επίσης τον 11ο, «Το Πόνημα Νομικόν» τον ίδιο αιώνα, όπως και «Η Πείρα». Το πιο άξιο λόγου έργο όμως της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου είναι η «Εξάβιβλος» του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου.
Κατά την διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του Βυζαντίου η αυτοκρατορική εξουσία υπήρξε, φυσικά, απόλυτη αλλά και καταλυτική. Κατά συνέπεια και το δίκαιο δεν μπορούσε να ξεφύγει αυτού του κανόνος. Το περιεχόμενό του, ήταν στην ουσία μία σειρά αυτοκρατορικών διατάξεων. Η θέληση των αυτοκρατόρων ήταν ταυτόχρονα και νόμος, και μάλιστα εκπορευόμενος εκ του Θείου, ο οποίος εκφράζονταν μέσα από μία σειρά Νεαρών, που εξέδιδαν σε τακτά χρονικά διαστήματα, αρχής γενομένης από τον Ιουστινιανό. Θα λέγαμε ότι, αν και δημιουργός των Νόμων ήταν ο αυτοκράτορας, εντούτοις Πηγή τους εμφάνιζε τον Θεό και αυτό για να συμπεριλάβει με τον μανδύα της Ιερότητος τις όποιες αποφάσεις ελάμβανε και εν συνεχεία νομοθετούσε. Αλλά και έργα όπως Οι Πανδέκται, του εν λόγω Βυζαντινού ηγεμόνος, που περιείχαν σταχυολογήματα διαφόρων επιφανών Νομικών των περασμένων αιώνων, είχαν συνταχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε, οι απόψεις που απηχούσαν να εναρμονίζονται απόλυτα με την κρατούσα άποψη περί του απόλυτου Κριτού και Νομοθέτη, του αυτοκράτορος. Αυτό συνέβη, διότι, η συλλογή των προγενεστέρων κειμένων, με σκοπό να ενταχθούν στους Πανδέκτες, έγινε ακριβώς με γνώμονα την συγκεκριμένη θέση, η οποία αποτελούσε και ένα είδος δόγματος στο Βυζάντιο. Να σημειώσουμε, μόνο, πως την δύσκολη αυτή προσπάθεια ανέλαβε να φέρει εις πέρας με μία δεκαεξαμελή επιτροπή ο Τριβωνιανός. Προχώρησε, λοιπόν, παρεμβαίνοντας στα κείμενα, είτε τροποποιώντας τα, είτε παραλείποντας τα σημεία που δεν συμφωνούσαν, καθιστώντας αυτά τελείως αγνώριστα. Αυτού του είδους οι τροποποιήσεις ονομάσθηκαν «Επεμβάσεις».
Ούτως ή άλλως, βέβαια, επιβάλλονταν εκ των πραγμάτων να προχωρήσει η αυτοκρατορία σε μία συστηματική και έγκυρη κωδικοποίηση της προϋπαρχούσης Ρωμαϊκής Νομοθεσίας. Έτσι, θα αποτελούσε ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των δικαστών, στην προσπάθειά τους για καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Πάντοτε όμως υπό το άγρυπνο βλέμμα του ανωτάτου άρχοντος, του αυτοκράτορος. Άλλωστε οιαδήποτε νομική δυσερμηνεία οδηγούσε αναγκαστικά στον ίδιο, καθόσον μόνο εκείνος δικαιούτο να θεσπίζει και να ερμηνεύει τους νόμους. Η λειτουργία του κράτους έπρεπε να είναι συνεχής και αρμονική. Οι νόμοι, επομένως, που εντάσσοντο στην ανωτέρω λειτουργία, όφειλαν να είναι ξεκάθαροι, να μην υποπίπτουν σε αντιφάσεις μεταξύ τους, αλλά ούτε και να επαναλαμβάνονται. Αυτό, αποτέλεσε άλλωστε και τον βασικότερο στόχο του Ιουστινιανού με τον Ιουστινιάνειο Κώδικα.
Κατά την διάρκεια της δυναστείας των Ισαύρων, τώρα, και συγκεκριμένα κατά τα έτη της βασιλείας του ιδρυτού της Λέοντος Γ’ (717-741), επιχειρήθηκε μία νέα κωδικοποίηση η επονομαζόμενη και Εκλογή των Νόμων. Ήταν, θα λέγαμε, μία επιτομή του Corpus Iuris Civilis και στόχευε στην προσαρμογή του δικαίου στις ανάγκες της εποχής του. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης κωδικοποίησης, ήταν, η προσπάθεια αναθεώρησης της κείμενης νομοθεσίας επί το «Φιλανθρωπότερον», έτσι ώστε να συμβαδίζει με τις χριστιανικές αρχές του κράτους. Αφορούσε κυρίως ποινικά αδικήματα και προέβλεπε την ποινή του ακρωτηριασμού για τα περισσότερα από αυτά, αντικαθιστώντας την θανατική, η οποία όμως παρέμεινε για ορισμένα εξ΄αυτών, τα ιδιαιτέρως ειδεχθή. Είναι βεβαίως συζητήσιμο, εάν, και κατά πόσο ήταν προτιμώτερος ο ακρωτηριασμός από τον θάνατο, δεδομένου ότι, το μέτρο αυτό συνιστούσε για πολλούς έναν εκβαρβαρισμό του Ρωμαϊκού Δικαίου. Συν τοις άλλοις, έδειχνε και έναν επηρεασμό από πρακτικές της Ανατολής. Το γεγονός αυτό, από μόνο του, δε συνάδει με τις αντιλήψεις περί του «Πρώτου Χριστιανικού Κώδικα» και το πλήθος των βιβλικών κειμένων που παρατίθενται μέσα. Σε άλλα σημεία, βεβαίως, στην Εκλογή παρατηρούμε την επήρεια των μεταβολών των κοινωνικών συνθηκών, όπως στην περίπτωση του γάμου, καθώς και στην βελτίωση της θέσης των γυναικών.
Ο αυτοκρατορικός απολυταρχισμός, φυσικά, συνεχίσθηκε και κορυφώθηκε στα χρόνια των Μακεδόνων. Κυρίως, αυτό φαίνεται από την έκδοση ορισμένων Νεαρών από τον Λέοντα τον ΣΤ΄, όπου δίδεται περαιτέρω νομική κάλυψη στο δικαίωμα του Βυζαντινού Μονάρχη να συγκεντρώσει υπό τον έλεγχό του το σύνολο της κρατικής εξουσίας. Οι διακηρύξεις του τύπου, ο αυτοκράτορας υπεράνω των νόμων και περί «Μόναρχου Κράτους» δίνουν ακριβώς το στίγμα της εποχής. Η αυτοκρατορική παντοδυναμία σε όλο της το μεγαλείο. Συνεπώς, δεν προξενεί εντύπωση πως στην διάρκεια της Βασιλείας τους, το δίκαιο συνδέθηκε με έντονες τάσεις επιστροφής στην Ιουστινιάνεια Νομοθεσία. Την προσπάθειά τους αυτή την ονόμασαν «Ανακάθαρση των Νόμων», έχοντας την έννοια της αποκατάστασης των Ιουστινιάνειων νομοθετημάτων, με την κατάργηση ουσιαστικά της Εκλογής. Η διαφορά με τον Ιουστινιανό, όμως, είναι πως ο ίδιος, κάπου παραδέχονταν την υπεροχή των νόμων, έτσι ώστε, να αναγκάζεται να υπακούει και ο ίδιος σε αυτούς. Το πρότυπο αυτό, του ηγεμόνα δηλαδή που υποτάσσεται και ο ίδιος στους νόμους, ήταν, σύμφωνο με την έννοια της «Εννόμου Επιστασίας». Εδώ, φαίνεται καθαρά η επίδραση της Κλασσικής Ελληνικής Παιδείας.
Ο σπουδαιότερος Νομοθετικός Κώδικας αυτής της περιόδου, ήταν Τα Βασιλικά, ένα έργο αποτελούμενο από εξήντα βιβλία, τα οποία περιέχουν δίκαιο σαφώς εμπνευσμένο από το Corpus Iuris Civilis. Ωστόσο, η μεγάλη εξάρτηση ολόκληρου, σχεδόν, του μεταϊουστινιάνειου δικαίου από αυτό, φανερώνεται και από κάποιο χωρίο των Βασιλικών, που προβλέπει πως σε κάθε περίπτωση που ο νόμος καθίστανται ελλιπής και παρουσιάζει κενά, τότε, αυτά έρχεται να τα καλύψει το «Παραδοσιακό» Ρωμαϊκό Δίκαιο. Τα Βασιλικά, τέλος, αποτέλεσαν την κύρια Νομοθεσία του Βυζαντίου, μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης, στα μέσα του 15ου αιώνος, στους οθωμανούς. Αυτό δε, κατοχυρώνεται κυρίως κατά την διάρκεια του 12ου αιώνος επί βασιλείας Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, όπου ορίστηκε ρητώς, πως μόνον τα Βασιλικά αποτελούν το ισχύον δίκαιο της αυτοκρατορίας, αντικαθιστώντας το Ιουστινιάνειο.
Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι, επί Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος, εξεδόθη η Εισαγωγή ή Επαναγωγή, ένας νομικός κώδικας, όπου γίνονταν ιδιαίτερη μνεία στο θέμα των «Δύο Εξουσιών», του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη. Οι δύο αυτοί σημαντικότεροι θεσμοί του Βυζαντινού κράτους, αποτελούσαν ταυτόχρονα και τους πόλους εξουσίας, εξέφραζαν δε, ο μεν Αυτοκράτωρ την κεφαλή της κοσμικής και κατ΄ επέκταση της πολιτικής εξουσίας, ενώ ο Πατριάρχης ήταν η κεφαλή της Εκκλησίας. Στην Επαναγωγή, μάλιστα, καθορίζονται τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους, όπως και τα διαχωριστικά όρια των εξουσιών τους. Η νέα αυτή καινοτομία, έρχονταν σε αντίθεση με το υπάρχον σύστημα, βάσει του οποίου δεν υπήρχαν δύο διαφορετικές εξουσίες, αλλά δύο μορφές εμφάνισης της μόνης πραγματικής εξουσίας. Ο αυτοκράτορας, εξάλλου, ήταν ταυτόχρονα και ο ανώτατος εκκλησιαστικός ηγέτης. Το δυστύχημα, βέβαια, για την εκκλησία ήταν ότι, η διάρκεια ισχύος της επαναγωγής υπήρξε εξαιρετικά βραχύβια. Ήταν, άλλωστε, η τελευταία προσπάθεια της εκκλησίας για ανεξαρτησία. Η Επαναγωγή τέλος, κατέστη ανενεργός από τον Λέοντα τον ΣΤ΄, έναν άκρως απολυταρχικό μονάρχη.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να κάνουμε μία μικρή αναφορά στους "Δυνατούς". Είναι γεγονός ότι η Μακεδονική δυναστεία περιόρισε τη δύναμη των αριστοκρατών γαιοκτημόνων για μια σειρά από λόγους. Αυτοί οι λόγοι ήταν στρατιωτικοί, διότι τα στρατιωτικά αγροκτήματα χάνονταν σε βάρος των ιδιωτικών με αποτέλεσμα το κράτος να αναγκάζεται να διατηρεί μισθοφορικό στρατό ο οποίος ήταν δαπανηρός και αμφιβόλου μαχητικότητος. Άλλοι ήταν πολιτικοί, γιατί οι μεγαλογαιοκτήμονες με τη μεγάλη τους δύναμη άρχισαν να έχουν αξιώσεις στον αυτοκρατορικό θρόνο. Τέλος, για οικονομικούς λόγους ήταν πιο εύκολο για την αυτοκρατορία να δασμολογεί μικροϊδιοκτήτες απ' ότι τους τιμαριούχους οι οποίοι απέφευγαν την καταβολή οικονομικών εισφορών. Κατά συνέπεια, οι Μακεδόνες αυτοκράτορες, με διάφορους νόμους και διατάγματα, πέτυχαν να προτιμώνται ως αγοραστές της κοινοτικής γης οι γείτονες και συγγενείς τους πωλητή, να αποδίδονται αναδρομικά στους φτωχούς ιδιοκτήτες τα χωράφια που τους είχαν πάρει οι Δυνατοί, να απαγορεύεται η αγοραπωλησία των στρατιωτικών κτημάτων, να περιοριστεί η αύξηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και τέλος να πληρώνουν οι Δυνατοί τον φόρο των φτωχών. Το τελευταίο νομοθετικό μέτρο είναι το γνωστό "Αλληλέγγυον" του Βασιλείου του Β'.
Στα χρόνια που επακολούθησαν, δεν παρατηρείται η συγγραφή ιδιαίτερα αξιόλογων νομοθετικών έργων. Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίζεται από μία γενικότερη παρακμή του βυζαντίου σε όλους τους τομείς, επομένως και στο δίκαιο. Κάτω από αυτές τις δυσοίωνες συνθήκες, δεν υπήρχε η σκέψη για τη σύνταξη νέων νόμων, παρά μόνο για αναμασήματα παλαιοτέρων. Τα περισσότερα έργα εξαντλούνται στην ερμηνεία και κωδικοποίηση των Βασιλικών, όπως ο "Τιπούκειτος", που αποτελεί ουσιαστικά ένα ευρετήριο των Βασιλικών. Αλλά και η Μεγάλη Σύνοψη των Βασιλικών είναι στην ουσία μία περίληψή τους. Ακόμη, να τονίσουμε πως γίνεται μία προσπάθεια για την συγγραφή εγχειριδίων που προορίζονταν για τους φοιτητές των Νομικών Επιστημών. Τέτοια ήταν η Σύνοψη των Νόμων, του Μιχαήλ Ψελλού και το Πόνημα Νομικόν του Μιχαήλ Ατταλειάτη. Το σπουδαιότερο, όμως, έργο της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου, ήταν, η εξάβιβλος του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου τον 14ο αιώνα. Στα έξι βιβλία της, βλέπουμε μία ταξινόμηση του υπάρχοντος ποινικού και αστικού δικαίου. Και αυτό διότι, οι ανάγκες της εποχής ζητούσαν τη συγγραφή ενός εύχρηστου και άριστα ταξινομημένου νομικού εγχειριδίου, δεδομένου ότι, το έργο των Βασιλικών είχε καταστεί πλέον μη λειτουργικό. Το πόσο σημαντικό έργο αποτέλεσε η εξάβιβλος, αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος της υιοθετήσεώς του από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος στη θέση του αστικού δικαίου έως τα μέσα του 20ου αιώνος.
Οι αρχές του Βυζαντινού δικαίου, όμως, εμπνέονται και από τον Χριστιανισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όλοι οι αυτοκράτορες ευφορούνται των χριστιανικών ιδεωδών, και αυτό φαίνεται μέσα από τα νομοθετήματά τους. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η χριστιανική πίστη αποτέλεσε βασικό συστατικό του Βυζαντίου. Ο ευφυέστατα σκεπτόμενος Μεγάλος Κωνσταντίνος, διέγνωσε σωστά πως η συνέχιση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στηρίζονταν πάνω σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος ήταν το οικονομικά εύρωστο και πλούσιο ανατολικό τμήμα της και ο δεύτερος ο χριστιανισμός. Η νέα θρησκεία, είχε αναπτύξει ιδιαίτερα μεγάλη δυναμική μετά την παύση των τελευταίων διωγμών επί Διοκλητιανού και εγγυούταν την συνοχή του ετερόκλητου πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Το κύρος της Εκκλησίας, έτσι, αυξήθηκε και επομένως μετά την εύνοια του Μ. Κωνσταντίνου, πέρασε στο στάδιο της προνομιακής μεταχείρισής της και τέλος στην επιβολή της χριστιανικής θρησκείας σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Όλες οι παραπάνω πρακτικές εμπεριέχονταν σε διάφορα αυτοκρατορικά διατάγματα, τα οποία αποτέλεσαν μετέπειτα νόμους του κράτους. Ενδεικτικό, μάλιστα, του αυξημένου αυτοκρατορικού ενδιαφέροντος για τα εκκλησιαστικά ζητήματα, ήταν πως ο Ιουστινιάνειος Κώδικας, αποτελούμενος από δώδεκα βιβλία, αφιέρωνε το πρώτο στο εκκλησιαστικό δίκαιο. Ο συγκεκριμένος αυτοκράτωρ, μάλιστα, επεδίωκε να ασκήσει την εξουσία του «Κατά Μίμησιν» Θεού. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική, έπρεπε, να ακολουθήσει συγκεκριμένους κανόνες και υποδείγματα, ώστε από την μία να είναι αρεστός στον Θεό, αλλά και από την άλλη να εμπνέει εμπιστοσύνη στους υπηκόους του.
Όσον αφορά τώρα το καθεαυτό εκκλησιαστικό δίκαιο, έχουμε διάφορες συλλογές, όπως η «Συναγωγή», μία συλλογή προγενεστέρων ιερών κανόνων. Άλλη συλλογή ήταν ο «Νομοκανών», ένα έργο όπου η τελική έκδοσή του έγινε από τον Θεόδωρο Βαλσαμώνα τον 12ο αιώνα. Υπάρχει, μάλιστα, διάχυτη η άποψη, τόσο από τον Βαλσαμώνα, όσο και από τον Ματθαίο Βλάσταρη μεταγενέστερα, πως, οι εκκλησιαστικοί κανόνες μπορούν να εξισωθούν με τις «Θείες Γραφές» και ότι οι νόμοι αυτό που κάνουν στην πραγματικότητα είναι να τους συμπληρώνουν.
Επίσης, την Υστεροβυζαντινή εποχή, θα παρατηρήσουμε μία αύξηση των αρμοδιοτήτων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, κυρίως λόγω της Νεαράς 27 του Αλεξίου του Α΄, όπου γίνεται η μεταβίβαση ορισμένων τέτοιων αρμοδιοτήτων, κυρίως οικογενειακών και κληρονομικών υποθέσεων. Ξέχωρα αυτού, όμως, η δικαστική δικαιοδοσία της εκκλησίας επεκτάθηκε και σε άλλα ζητήματα, εκτός αυτών των οποίων όριζε η εν λόγω Νεαρά, όπως η τοκογλυφία, η σύνταξη συμβολαίων κι άλλα. Η πρακτική αυτή, ουδέποτε συνάντησε οποιαδήποτε αυτοκρατορική αντίδραση. Ο λόγος ήταν ότι, αποδέσμευε σε αρκετά μεγάλο βαθμό τα πολιτειακά δικαστήρια από έναν μεγάλο όγκο υποθέσεων. Γεγονός όμως ήταν, πως με την πάροδο των αιώνων και ιδιαίτερα στους τελευταίους δύο, προ της οριστικής πτώσης του Βυζαντίου, η ισχύς του αυτοκράτορα έφθινε συνεχώς.
Καταλήγοντας λοιπόν, βλέπουμε ότι, το Βυζαντινό οικοδόμημα στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη Νομοθεσία του. Οι κύριοι άξονες, πάνω στους οποίους στηρίχθηκε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, σε όλη την Βυζαντινή περίοδο ήταν ο αυτοκράτορας και η εκκλησία. Όλο αυτό το διάστημα, η συνύπαρξη αλλά και η συνεργασία τους υπήρξε αγαστή. Πάντοτε όμως υπό το σκήπτρο της κοσμικής εξουσίας, του αυτοκράτορος. Ορισμένες, κατά καιρούς, προσπάθειες αυτονόμησης του κλήρου, ιδιαίτερα την εποχή του πατριάρχου Φωτίου με την Επαναγωγή, απέβησαν όπως είδαμε άκαρπες. Οι Βυζαντινοί ηγεμόνες είχαν ενδυθεί τον Θείο μανδύα του «Ελέω Θεού Μονάρχη». Τοιουτοιοτρόπως κινήθηκε και η εκκλησία, όπου οι εκπρόσωποί της, αν και δεν είχαν πλήρη ελευθερία κινήσεων, εντούτοις επωφελήθηκαν τα μέγιστα, μέσω πολλών διατάξεων, όπως και «Χρυσόβουλων Λόγων» όπου τους εδίδοντο πολλά προνόμια, ως ένδειξη σεβασμού από μέρους των αυτοκρατόρων για την θρησκεία. Πολλά νομοθετικά έργα, όμως, εμπνέοντο και από τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της μέριμνας για τους φτωχούς, όπως η βελτίωση της θέσης των γυναικών και η φιλανθρωπία. Θα μπορούσαμε να πούμε τελικώς, πως, παρότι απολυταρχικό, το καθεστώς του Βυζαντίου, έδειχνε συχνότατα όψεις τόσο δικαιοσύνης, όσο και ισονομίας. Ως κύριο αντίβαρο στον απολυταρχισμό, αλλά και μοχλός ανάσχεσης λειτούργησε κυρίως η Εκκλησία αλλά και η Ελληνική παιδεία ορισμένων αυτοκρατόρων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Μ. Ανάστος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδόσεις Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1978, Τόμοι Ζ, Η, Θ
2. Β. Πέννα, Βυζάντιο και Ελληνισμός, Εκδόσεις Ε.Α.Π, Πάτρα, 1999, Κεφάλαιο 1
http://istorias-alitheia.blogspot.com
http://istorias-alitheia.blogspot.com
http://www.istorikathemata.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου