Θρήνος σημαίνει «έκφραση έντονου ψυχικού πόνου με κλάματα, λυγμούς και
μοιρολόγια»7.
Στο δημοτικό τραγούδι που ακολουθεί απαντούμε τις εξής μορφές θρήνου8:
……………….. ,
άλλη να κλαίει τη μάνα της και άλλη τον καλό της
κι’ άλλη να κλαίει μικρά παιδιά, τα φύλλα της καρδιάς της,
να κλαίω κ’ εγώ τα νιάτα σου κι’ αυτή τη λεβεντιά σου.
Τον θρήνο της κόρης για την μάνα που έχασε, τον ερωτικό θρήνο και τον θρήνο της
μάνας για το παιδί της που πέθανε. Άλλες μορφές θρήνου που συναντούμε στο
δημοτικό τραγούδι είναι ο θρήνος της ξενιτιάς, ο θρήνος στα νυφιάτικα τραγούδια
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούμε την απώλεια
αγαπημένων μας ανθρώπων. Σε αντίθεση με την γέννηση, που συνοδεύεται από το
αίσθημα της χαράς και της ευτυχίας, ο θάνατος κάποιου κοντινού μας προσώπου μάς
προκαλεί το πιο δυσάρεστο αίσθημα που μπορεί να βιώσει κανείς, και ιδίως όταν ο
θάνατος είναι ξαφνικός. Ο θάνατος είναι αναπόφευκτο γεγονός στη ζωή, και από το
μυαλό των περισσότερων ανθρώπων, αν όχι όλων, έχει περάσει η σκέψη ότι κάποια
στιγμή θα μας βρει το κακό αυτό, όπως λένε και οι μοιρολογίστρες σε κάποια από τα
τραγούδια τους, όταν αναφέρονται στον
θάνατο.
Ο θάνατος κατέχει θεμελιακή θέση στη σκέψη του δημοτικού ποιητή. Γι’ αυτό το
λόγο υπάρχει μια σημαντική κατηγορία δημοτικών τραγουδιών, τα μοιρολόγια9.
Ο θρήνος στο δημοτικό τραγούδι εκφράζεται με το μοιρολόι, το οποίο δραματοποιεί
τον θάνατο, ιδίως με τον σπαραγμό που αποτελεί ακραία μορφή πένθους10. Ο
πονεμένος ξεριζώνει τα μαλλιά του, φωνάζει και χτυπιέται με μανία. Με αυτό τον
τρόπο εκφράζει τον πόνο του και θρηνεί τον χαμό του αγαπημένου του ανθρώπου. Η
αντίδραση αυτή του σπαραγμού βοηθάει στην εκτόνωση και στην μετέπειτα
επούλωση του ψυχικού τραύματος.
Ο θάνατος γίνεται αποδεκτός από τον δημοτικό ποιητή/ποιήτρια, μόνο όταν ο νεκρός
έχει πεθάνει σε μεγάλη ηλικία, ευτυχισμένος, και έχει αφήσει πίσω του όλα τα παιδιά
και τα εγγόνια του. Ένα από τα μοιρολόγια στα οποία βλέπουμε αυτή την αποδοχή
είναι και το παρακάτω11:
Σέλωσε το άλογό μου,
κάπου θέλω να κινήσω,
στην αλησμονία να πάνω,
κει που λησμονούν τον κόσμο,
να με λησμονήσ’ν και μένα.
Η αποδοχή του θανάτου σ’ αυτό το μοιρολόι φαίνεται από το γεγονός ότι ο ίδιος ο
νεκρός παρακινεί τους δικούς του να του ετοιμάσουν (σελώσουν) το άλογο με το
οποίο θα πάει στον Κάτω κόσμο, πράγμα που σημαίνει ότι από μόνος του επιθυμεί να
πεθάνει. Επίσης επιθυμεί να τον ξεχάσουν και να μην στεναχωρηθούν γι’ αυτόν, διότι
πεθαίνει όπως πρέπει, με την σειρά που πρέπει, αφού, σύμφωνα με την παράδοση,
πρέπει να πεθαίνουν πρώτα οι γονείς, ύστερα τα παιδιά και πολύ αργότερα τα
εγγόνια. Εάν συμβεί το αντίθετο, είναι το χειρότερο κακό που μπορεί να βρει
κάποιον. Δεν υπάρχει πιο μεγάλο κακό από το να θάβουν οι γονείς τα παιδιά. Το
απόλυτο αυτό κακό μάς δηλώνει και το επόμενο μοιρολόι12:
Εσύ, παιδί μου, εκίνησες να πας στον Κάτου κόσμο,
κι’ αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη.
Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω,
που κι’ αν τον ρίξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
κι’ αν τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια.
Πού να βαλθούν τα δάκρυα μου για τον ξεχωρισμό σου;
Αν πέσουνε στη μαύρη γης, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγονται τα καράβια,
κι αν τα σφαλίσω στην καρδία, γρήγορα σ’ ανταμώνω.
Η μάνα, που στην προκειμένη περίπτωση χαρακτηρίζει τον εαυτό της ως χαροκαμένη,
οδύρεται και λέει ότι ο πόνος της είναι αβάσταχτος και τα δάκρυά της άπειρα.
Ο πόνος της μάνας είναι τόσο μεγάλος, που αν δεν καταφέρει να τον ξεπεράσει θα
πάει και αυτή γρήγορα κοντά του, δηλαδή θα πεθάνει και αυτή.
Σε αυτό το μοιρολόι βλέπουμε, ίσως, με τον δραματικότερο τρόπο μια μάνα να
μοιρολογεί το παιδί της που πέθανε.
Για τους νέους νεκρούς που πεθαίνουν πριν παντρευτούνε έχουν γραφτεί τα πιο
όμορφα και σπαραχτικά τραγούδια13.
Εκτός από την ηλικία σημαντικό ρόλο παίζει και ο τρόπος θανάτου. Αυτοί που
πεθαίνουν με βίαιο τρόπο ονομάζονται από τον δημοτικό ποιητή κακοθάνατοι και
είναι κυρίως οι ναυτικοί που πνίγονται στη θάλασσα, οι άνθρωποι που πεθαίνουν
στην ξενιτιά και φυσικά αυτοί που δολοφονούνται. Το τραγούδι που ακολουθεί μάς
λέει ότι δεν πρέπει να στεναχωριόμαστε και να κλαίμε γι’ αυτούς που πεθαίνουν
φυσιολογικά, παρά μόνο γι’ αυτούς που πεθαίνουν με άσχημο τρόπο:
Πρέπει τσι καλοθάνατους να μην τσι πολυκλαίνε,
παρά τσι κακοθάνατους, τσι θαλασσοπνιγμένους·
εκειούς που τρώει η θάλασσα και που χτυπάει ο βράχος
και πάει χώρια το κορμί και χώρια το κεφάλι
και χώρια τα ξανθά μαλλιά, βγαίνουν τα μαύρα μάτια.
Τον πήρανε τα ρέματα τον πάν στην Αλεξάντρα
και παν οι Αλεξαντρινές να πλύνουν, να λευκάνουν,
βλέπουν τον άμμο κ’ έφεγγε, το πέλαγο και φέγγει·
- Για δες κορμί για καμουχά και μέση για βελούδο
και δάχτυλα μασουρωτά για βεργοδαχτυλίδια14.
Ο δημοτικός ποιητής στον τρίτο στίχο αναφέρεται στον θάνατο μεταφορικά με τη
φράση ... τρώει η θάλασσα... . Η έκφραση αυτή δηλώνει τον θάνατο των ναυτικών.
Υπάρχει βέβαια και για τους ξενιτεμένους παρόμοια έκφραση: τον τρώει η ξενιτιά. Σε
αυτή την περίπτωση δεν εννοούν τον θάνατο αλλά την στεναχώρια.
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται αποκλειστικά στους ναυτικούς που πνίγονται και
πρέπει να είναι πιο γνωστό στην νησιωτική Ελλάδα, αφού οι περισσότεροι ναυτικοί
παλαιότερα κατάγονταν από νησιά.
7 Μπαμπινιώτης 1998.
8 Saunier 1999, σ. 32.
9 Saunier 1999, σ. 9.
10 Ibid., σ. 23.
11 Ibid., σ. 40.
12 Πολίτης 1966, σ. 213.
13 Saunier 1999, σ. 427.
14 Ibid., σ. 480http://www.xorio.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου