Στις προηγούμενες κατηγορίες ο ζωντανός χωρισμός, είτε του ξενιτεμένου από την
οικογένειά του είτε της νύφης από το πατρικό της, εξισώνεται με τον θάνατο. Έτσι
και στα τραγούδια της αγάπης, ο πόνος του χωρισμού είναι παρόμοιος με τον πόνο
Τι με τηράς οπού γελώ και λες δεν έχω ντέρτι;
το ντέρτι το χω στην καρδιά, στα χείλι το μαράζι.
Δεν έχω τίνος να το ειπώ το ντέρτι μου ο καημένος.
Να σας το ειπώ, ψηλά βουνά, φοβούμαι μη ραγίστε,
να σας το ειπώ, ψηλά κλαριά, το Μάη δεν θ’ ανθήστε,
να σας ειπώ, βρυσούλες μου, φοβούμαι μη στερέψτε,
να της το ειπώ της μάννας μου, κείνη είναι αποθαμένη,
να σας το ειπώ, αδερφούλια μου, είστε μακριά στα ξένα.
Βαρέθηκα του’ τη ζωή, δε θέλω πλια να ζήσω.
Θα πάρω δίπλα τα βουνά, ν’ αδικοθανατήσω...
Ο νεαρός στο δημοτικό τραγούδι μοιρολογεί τον πόνο που έχει από τον χωρισμό του
από την αγαπημένη του. Ο πόνος που έχει στην καρδιά είναι τόσο βαρύς που κανένας
δεν θα άντεχε αυτόν τον πόνο. Ακόμη και τα ψηλά βουνά που είναι τόσο δυνατά θα
ράγιζαν εάν τους διηγούνταν τον πόνο του. Δεν αξίζει να ζει κανείς, έχοντας τόσο
μεγάλο πόνο. Σε αυτό το δημοτικό τραγούδι, όπως και στα προηγούμενα, της ξενιτιάς
και τα νυφιάτικα, ο πόνος του χωρισμού από την αγαπημένη είναι τόσο μεγάλος όσο
και αυτός του θανάτου. Επίσης αξιοσημείωτο είναι ότι το παραπάνω δημοτικό
τραγούδι έχει πολλά κοινά με το μοιρολόι στο οποίο έχω αναφερθεί στην αρχή Της
μάνας που θρηνεί το παιδί της που πέθανε62: ο πόνος της μάνας είναι τόσο μεγάλος
και τα δάκρυά της τόσο πονεμένα, που εάν πέσουνε στη θάλασσα θα βουλιάξουν τα
καράβια. Οι τρίτοι στίχοι και στα δύο τραγούδια είναι σχεδόν παρόμοιοι:
Δεν έχω τίνος να το ειπώ το ντέρτι μου ο καημένος.
(Του χωρισμένου)
Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω,
(Της μάνας)
Η μητέρα δεν έχει πού να βάλει τον πόνο της και ο χωρισμένος δεν έχει σε ποιον να
τον πει. Η μητέρα, όπου και να τον ακουμπήσει, είτε είναι ποτάμι είτε είναι θάλασσα,
δεν μπορούν να τον αντέξουν. Ο χωρισμένος, από την άλλη, όπου και να τον πει, είτε
στο βουνό είτε στη βρύση, δεν θα αντέξουν να τον ακούσουν.
Αυτό φαίνεται στο παράδειγμα που ακολουθεί, όπου ο τέταρτος, ο πέμπτος και ο
έκτος στίχος στο τραγούδι του χωρισμένου είναι παρόμοιοι με τον έβδομο, τον όγδοο
και τον ένατο στίχο στο τραγούδι της πονεμένης μάνας.
Να σας το ειπώ, ψηλά βουνά, φοβούμαι μη ραγίστε,
να σας το ειπώ, ψηλά κλαριά, το Μάη δεν θ’ ανθήστε,
να σας ειπώ, βρυσούλες μου, φοβούμαι μη στερέψτε.
(Του χωρισμένου)
Αν πέσουνε στη μαύρη γης, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγονται τα καράβια.
(Της μάνας)
Οι δυο παραπάνω στροφές έχουν παρόμοια δομή. Στην περίπτωση Του χωρισμένου, ο
λογότυπος να σας το ειπώ και στο τραγούδι Της μάνας ο λογότυπος αν πέσουνε
απαντούν στην αρχή κάθε στίχου. Και στις δύο περιπτώσεις μετά το λογότυπο
ακολουθεί το αποτέλεσμα της πράξης που εκφράζει ο λογότυπος. Η επανάληψη του
λογότυπου στην ίδια στροφή εντείνει τη δραματικότητα του στίχου και είναι μία από
τις ποιητικές τεχνικές που είναι σε χρήση στην προφορική ελληνική παράδοση και
είναι γνωστές στον ελλαδικό χώρο ήδη από το ομηρικό τραγούδι63.
Η φύση, το φανταστικό στοιχείο και η υπερβολή πρωτοστατούν και στα δύο
προαναφερόμενα δημοτικά τραγούδια. Το τραγούδι Του χωρισμένου πρέπει να είναι
δημιούργημα των αγροτών, αφού τα φυσικά στοιχεία που χρησιμοποιεί ο ποιητής για
να παρομοιάσει τον πόνο, όπως π.χ. το βουνό που ραγίζει, τα συναντούμε πιο συχνά
στην Στερεά Ελλάδα. Ενώ το δεύτερο τραγούδι πρέπει να είναι δημιούργημα των
νησιωτών, αφού ο ποιητής αναφέρεται στην θάλασσα και στα καράβια.
Με τον Μάη που δεν θ’ ανθίσει, στο ένα τραγούδι, και με το χορτάρι που δεν θα
φυτρώσει, στο άλλο, ο δημοτικός ποιητής εννοεί ότι η άνοιξη δεν θα ξανάρθει. Η
άνοιξη συμβολίζει την αρχή της ζωής. Ο ποιητής θέλει να μας πει ότι ο πόνος του
χωρισμού και στις δύο περιπτώσεις είναι τόσο βαρύς, ώστε η ζωή και για τους δύο
έχει τελειώσει, είναι δηλαδή ζωντανοί-νεκροί. Δεν θα υπάρξει πλέον καινούρια αρχή
και για τους δύο.
Εν ολίγοις, το τραγούδι Του χωρισμένου, με μία μικρή αλλαγή στις λέξεις, μπορεί να
μετατραπεί σ’ ένα εξαίσιο μοιρολόι. Αυτό δείχνει ότι έχει τις ίδιες ρίζες με το
μοιρολόι. Μπορεί αρχικά να τραγουδήθηκε ως μοιρολόι και στην πορεία να
τραγουδήθηκε και ως τραγούδι Της χαμένης αγάπης ή το αντίθετο.
Επίσης, το προαναφερόμενο ερωτικό τραγούδι υπάρχει και ως μοιρολόι με την ίδια
ακριβώς δομή και θεματολογία64:
Τίνος να ειπώ το ντέρτι μου, το ντέρτι της καρδιάς μου;
Να σας το ειπώ, ψηλά βουνά; ψηλά είστε, δεν τ’ ακούτε·
να σας το ειπώ, ψηλά δεντρά; φυσάει βοριάς, το παίρνει·
να σας το ειπώ, χαμόκλαρα; φυσάει νοτιά, το παίρνει·
............................................... .
Από τα προαναφερόμενα ερωτικά τραγούδια και μοιρολόγια συμπεραίνουμε ότι τα
τραγούδια αυτά έχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ τους. Έχουν ίδιες ρίζες, κοινή
δομή και παρόμοιους λογότυπους.
Ο θρήνος για τον χαμένο έρωτα αντικατοπτρίζεται και στο επόμενο τραγούδι65:
...........
Ποιόνε βαρούνε μαχαιριές και γαίμα δε σταλάζει,
τίνος αγάπη παίρνουνε και δεν αναστενάζει;
Η κοπέλα που περιμένει τον αγαπημένο της να έρθει, αλλά αυτός φαίνεται ότι δεν θα
γυρίσει πίσω σ’ αυτήν, μοιρολογεί και λέει στην μητέρα της ότι ο πόνος της αγάπης
που δεν βρίσκει ανταπόκριση είναι ίδιος με τον πόνο του θανάτου ...μαχαιριές...δεν
αναστενάζει.
Σε ένα ακόμα τραγούδι βλέπουμε ότι ο πόνος της αγάπης που δεν βρίσκει
ανταπόκριση είναι όμοιος με του θανάτου66:
.................
κ’ η κόρη με τα νάζια της σφάζει το παλληκάρι.
Ο νέος που δεν αγαπιέται από την κοπέλα που θέλει αισθάνεται σαν να πεθαίνει. Γι’
αυτό και το τραγούδι θρηνεί την ανεκπλήρωτη αγάπη.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι τα τραγούδια της αγάπης, τα τραγούδια της ξενιτιάς,
τα νυφιάτικα αλλά και τα μοιρολόγια αναφέρονται στην κοινωνική ζωή. Ενώ τα
κλέφτικα τραγούδια είναι γεννήματα του βίου των κλεφτών και των αρματολών κατά
τους χρόνους της τουρκοκρατίας67.
61 Πολίτης 1966, σ. 158.
62 Ibid, σ. 213.
63 Σηφάκης, σ. 82 κ.ε.
64 Ibid., σ. 206.
65 Ibid., σ. 163.
66 Ibid., σ. 158.
67 Κυριακίδης 1990, σ. 50.
http://www.xorio.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου