
Μουσείο Βρέλλη,
ένα από τα ελάχιστα μουσεία κέρινων ομοιωμάτων στην Ελλάδα
Αποκλειστική συνέντευξη του Κ. Βρέλλη στον Δημήτρη Μαρκάκη
Στο 12ο χλμ. της Εθνικής Οδού Ιωαννίνων Αθηνών, στη πλαγιά ενός λόφου βρίσκεται το «Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας Παύλου Βρέλλη». Όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε ή έχουμε ακούσει κάτι σχετικό για το εν λόγω Μουσείο, με τα φημισμένα κέρινα ομοιώματα, τα οποία απεικονίζουν περιόδους, στιγμές και πρόσωπα της νεότερης ιστορίας μας. Ποιος όμως ήταν ο Παύλος Βρέλλης, και τι τον οδήγησε στη δημιουργία αυτού του μοναδικού Μουσείου, του οποίου τα εκθέματα ζωντανεύουν τις μορφές και την Ιστορία μπροστά στα μάτια των επισκεπτών του, αποτελώντας μοναδικά έργα γλυπτικής και γενικότερα τέχνης; Την απάντηση στα ερωτήματα αυτά, θα δώσει, αποκλειστικά στα 24grammata.com, ο γιος του αείμνηστου Παύλου Βρέλλη, Κωνσταντίνος, ο οποίος μαζί με την αδελφή του Άννα, σήμερα είναι οι συντηρητές του Μουσείου και των εκθεμάτων του :
«Ο πατέρας ήταν ένα ταλαιπωρημένο άτομο. Ένα παιδί που προκαλούσε πολλές φασαρίες και εξόργιζε συχνά τη θεία του τη Σοφία, η οποία ήταν αυτή που τον μεγάλωσε αφού έχασε τη μάνα του σε ηλικία τεσσάρων ετών και τον πατέρα του λίγα χρόνια αργότερα. Ζώντας λοιπόν σε μία δύσκολη εποχή και αντιμετωπίζοντας πολλές δυσκολίες ήδη από μικρό παιδί, ο πατέρας μπόρεσε και βρήκε μία διέξοδο για όλα αυτά τα προβλήματα μέσα από τη τέχνη προκειμένου και να εκφράζεται και να καταλαβαίνει αυτά που συνέβαιναν γύρω του, έτσι αυτό σιγά σιγά εξελίχθηκε και σε μία ποιοτική ανάγκη θα μπορούσαμε να πούμε.Το πρώτο μεγάλο ορόσημο στη ζωή του ήταν η σύλληψη του από τους Γερμανούς και η παραλίγο εκτέλεσή του στην ηλικία των δεκαεννέα ετών. Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα κάποια στιγμή, βλέποντας δικούς του

Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του ο πατέρας εργάστηκε ως συντηρητής στο μουσείο της Ακρόπολης σε ένα χώρο ο οποίος τον επηρέασε βαθύτατα και είχε καθοριστικό ρόλο για την μετέπειτα ζωή του. Τότε είναι που διαμορφώνεται και η καλλιτεχνική του άποψη και ταυτότητα, η οποία είχε ως πρότυπο και σημείο αναφοράς την αρχαία ελληνική τέχνη και γενικότερα τον αρχαιοελληνικό τρόπο σκέψης. Ο πατέρας είχε ως προτεραιότητα του τον άνθρωπο και την απόδοση της ανθρώπινης μορφής κατά το κλασσικό πρότυπο. Τον θυμάμαι να αναφέρεται συχνά στους σημερινούς γλύπτες και να λέει πως έχουν γίνει όλοι «μοντέρνοι» και κάνουν οποιουδήποτε είδους καρικατούρα την οποία ονομάζουν «υψηλή τέχνη» και πως ο θεατής, ως υποδιαίστερος άνθρωπος, δε μπορεί να κατανοήσει το νόημά του έργου τους. Σε όλους αυτούς απαντούσε ως εξής: «κάντε πρώτα μια σειρά από έργα, όπου θα απεικονίζεται η ανθρώπινη μορφή , δείξτε μας ότι ξέρετε ανατομία, χαρακτηρολογία, οστεολογία , φυσιογνωμική, μιμική και μετά κάνετε ό,τι θέλετε εσείς. Αφού δηλαδή μας έχετε πείσει πρώτα ότι μπορείτε να παράγετε τέχνη και πολιτισμό σε αυτό το χώρο». Καταλαβαίνετε λοιπόν για ποιο λόγο θεωρούσε την αρχαία ελληνική τέχνη και τις αρχές τις ως αφετηρία για οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης, επειδή αυτή είναι που σεβάστηκε τον άνθρωπο και το μέτρο. Βέβαια στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσω ότι τον πατέρα δεν τον ενδιέφερε η παρελθοντολογία και η προγονολατρία, τον ενδιέφερε να μπορούμε να μάθουμε από το παρελθόν για να δημιουργήσουμε κάτι καλό στο μέλλον, κάτι το οποίο αποτελεί ίσως τη βασικότερη αρχή της ιστορικής επιστήμης.
Από κει και πέρα επιστρέφει στα Γιάννενα, αλλά δε βρίσκει εργασία. Ήταν μια δύσκολη περίοδος γι΄αυτόν και για τη γυναίκα του. Οι μόνες εργασίες που αναλάμβανε ήταν οι κατασκευές προτομών. Το 1971 αναλαμβάνει τη διδασκαλία του μαθήματος «Σύγχρονα Ρεύματα Τέχνης» στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στο οποίο παρέμεινε έως το 1978. Στο Πανεπιστήμιο θα έρθει σε μία «ευγενή αντιπαράθεση» με διάφορους ιστορικούς, λόγω του ότι ο ίδιος πίστευε ότι η Ιστορία έπρεπε να διδάσκεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να βιώνεται από τον διδασκόμενο. Για το λόγο αυτόν δημιούργησε το 1975 μία πρώτη πειραματική σύνθεση στους Μουζακαίους Ιωαννίνων, εγχείρημα το οποίο έγινε αμέσως αποδεκτό και από τους ακαδημαϊκούς αλλά και από τους απλούς πολίτες. Το 1981 μάλιστα ολοκληρώνει το θέμα των προεπαναστατικών χρόνων. Βλέποντας τη θετική ανταπόκριση που είχε το Μουσείο της Προεπανάστασης, άρχισε να το επεκτείνει. Οικονομική επένδυση, όμως, δεν μπορούσε να γίνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου