Η λίστα ιστολογίων μου

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Η ιστορία του Κοσμήματος


Τα πρώτα κοσμήματα που φόρεσε ο άνθρωπος χάνονται στο βάθος της προϊστορίας καθώς υπολογίζεται ότι πρωτοφορέθηκαν 40.000 χρόνια πριν. Οι λόγοι που ώθησαν τον άνθρωπο στην σύλληψη της ιδέας του κοσμήματος είναι η προσέλκυση του άλλου φύλου, ο καλλωπισμός και σε κάποιες περιπτώσεις για λόγους φύλαξης από το κακό (φυλαχτό) και οι υπερφυσικές ιδιότητες του κοσμήματος. Τα πρώτα κοσμήματα ήταν φτιαγμένα από ανεπεξέργαστα υλικά όπως για παράδειγμα δόντια ζώων, όστρακα, καρποί, κουκούτσια ή ακόμα και πέτρες.
Η κατασκευή των πρώτων χρυσών κοσμημάτων όπως είναι φυσικό έγινε σε χώρες όπου ο χρυσός αφθονούσε. Ο κυρίαρχος ρόλος της Ασίας και της Αιγύπτου στη κοσμηματοποϊα οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος σε αυτόν τον παράγοντα. Ο χρυσός ήταν ανέκαθεν κάτι μαγικό, αφού είναι άφθαρτος και η λάμψη του αθάνατη. Αυτές οι ιδιότητές, έκαναν τον άνθρωπο να τον θεωρεί υπερφυσικό και πολύτιμο, και να θεωρεί ότι ο κάτοχος απολαμβάνει την αθανασία και την αιωνιότητα.
Πολλοί αρχαίοι λαοί άρχισαν την κατασκευή κοσμημάτων χιλιετίες πριν, όπως οι Αιγύπτιοι, οι Έλληνες, οι λαοί της Μεσοποταμίας και αργότερα οι Ρωμαίοι.
Αρχαία Αιγυπτος
Οι Αιγύπτιοι, λόγω της αφθονίας χρυσού στην ευρυτερη περιοχή της βορειοανατολικής Αφρικής, φαίνεται ότι κατασκεύασαν πρώτοι χρυσά κοσμήματα την περίοδο 5000-3000 π.Χ. Τα Αιγυπτιακά κοσμήματα χρησιμοποιήθηκαν για τον συμβολισμό κοινωνικής και θρησκευτικής δύναμης καθώς επίσης και για την συνοδεία νεκρών.
Οι αιγύπτιοι προτιμούσαν τον στολισμό των κοσμημάτων τους με χρωματισμένο γυαλί παρά την αφθονία πολύτιμων πετρών στην περιοχή τους. Σημαντικό επίσης θεωρείται ότι τα αρχαία χρυσά Αιγυπτιακά κοσμήματα είχαν διάφορα χρώματα, ανάλογα με το συμβολισμό που ήθελαν να τα προσδώσουν όπως για παράδειγμα τα κοσμήματα που φορούσαν οι μούμιες έπρεπε να έχουν κόκκινο χρώμα όπως προέβλεπε η θρησκεία τους. 

Μεσοποταμία
Η κοσμηματοποιϊα στην Μεσοποταμία χρονολογείται περίπου από το 4000 π.Χ. με μεγάλα κέντρα παραγωγής κοσμημάτων τις πόλεις Sumer και Akkad. Η μεγαλύτερη ανακάλυψη όμως έγινε με την ανεύρεση του βασιλικού νεκτοταφείου της Ουρ, το οποίο χρονολογείται γύρω στα 2900 - 2300 π.Χ. και στο οποίο βρέθηκαν κοσμήματα και στολίδια από χρυσό, ασήμι και πολύτιμες πέτρες.
Τα κοσμήματα της Μεσοποταμίας κατασκευάστηκαν στην πλειονότητα τους από λεπτά φύλλα χρυσού, διακοσμημένα με πολύχρωμες ημιπολύτιμες πέτρες όπως αχάτες, λάπις, ιάσπις και άλλες. 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΗΜΑΤΟΣ

Η ιστορία του ελληνικού κοσμήματος ανάγεται στα απώτερα χρόνια της προϊστορίας. Αριστουργήματα εξαιρετικής λεπτότητας και τεχνικής ευρέθησαν στην Κρήτη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου όπου άνθισε ο Μινωικός πολιτισμός , ενώ μας αφήνουν έκπληκτους τα ευρήματα των Μυκηνών, του πολιτισμού που διαδεχθεί τον Μινωικό και αποτέλεσε την βάση για την ανάπτυξη και εξέλιξη του ιστορικού ελληνικού πολιτισμού, που τροφοδότησε με αφηγηματικό υλικό τα Ομηρικά Έπη καθώς και την λογοτεχνία και την καλλιτεχνική εικονογραφία της αρχαιότητος. Οι σύγχρονοι έλληνες τεχνίτες αργυροχρυσοχόοι και καλλιτέχνες συνεχίζουν να εμπνέονται και να δημιουργούν από τις καταπληκτικές περιγραφές του Ομήρου: όπως της ασπίδας του Αχιλλέως , τη ζώνη της Αφροδίτης , τα χρυσά εξαρτήματα των θυρών των ανακτόρων της Τροίας κ. λ. π.

Την άνθιση του Μυκηναϊκού πολιτισμού διαδέχθηκε η Γεωμετρική και Ανατολίζουσα περίοδος 1100-800 π. Χ., τα λεγόμενα σκοτεινά χρόνια. Η αργυροχρυσοχοΐα όπως και οι άλλες τέχνες δεν έχουν να επιδείξουν την φαντασία και τον πλούτο των προηγούμενων αιώνων. Εντούτοις όμως παρατηρούμε την επιβίωση της παράδοσης η οποία συντηρεί, θα λέγαμε, τη φλόγα μέχρις ότου η κοσμηματοτεχνία θα οδηγηθεί σε νέα άνθιση λίγο μετά το 800 π.Χ. όπου στα νησιά του Αιγαίου θα βρεθούν πάλι κοσμήματα υψηλής τέχνης και τεχνικής.
Αργότερα οι Περσικοί πόλεμοι , κατά την Αρχαϊκή περίοδο 600-475 από τους οποίους υπέφερε η κυρίως Ελλάδα, ευτυχώς δεν αγγίζουν ουσιαστικά το επίπεδο του υψηλού πολιτισμού το οποίο απολάμβαναν οι Έλληνες , διότι οι τέχνες συνεχίζονται ενισχυμένες , θα λέγαμε, στις ελληνικές πόλεις που βρίσκονται στα παράλια του Πόντου, (στην Μαύρη Θάλασσα) , στην νότιο Ιταλία και Σικελία φτάνοντας μέχρι την Ιβηρική χερσόνησο. Την περίοδο αυτή επειδή παρατηρείται ενισχυμένη δραστηριότητα ως προς την ποικιλία των σχεδίων και τεχνικών στις ελληνικές αποικίες , συνάγεται ότι οι Έλληνες αργυροχρυσοχόοι μετακινούνται προς αυτές κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων. Μετά το τέλος αυτής της περιόδου στην κυρίως Ελλάδα έχουμε πάλι λιγοστά μεν κοσμήματα αλλά υψηλής τέχνης όπου η ποικιλία των σχεδίων και η τεχνική τελειότητα αποδεικνύουν τα υψηλά επίπεδα της κοσμηματικής τέχνης ανάγοντάς της σε μικρογλυπτική ισάξια των άλλων καλλιτεχνικών δημιουργημάτων της κλασσικής αρχαιότητας.

Ο πλούτος της υψηλής αργυροχρυσοχοϊκής τέχνης θα αξιοποιηθεί κατά την Ελληνιστική περίοδο, όπου μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου τόσο ο χρυσός όσο και οι πολύτιμοι και οι ημιπολύτιμοι λίθοι παρουσιάζονται άφθονοι. Το αποτέλεσμα είναι το ελληνικό κόσμημα, όχι μόνο θα εμπλουτιστεί από πλευράς σχεδίων δεχόμενο τις επιδράσεις της ανατολής, αλλά και για πρώτη φορά χρησιμοποιούνται οι πολύτιμοι και οι ημιπολύτιμοι λίθοι που μέχρι τώρα χαρακτηρίζονταν από την απουσία τους.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η λεπτή επεξεργασία του κοσμήματος παραμελείται προς όφελος των πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων. Στο αποκορύφωμα της ποικιλίας , του πλούτου της φαντασίας και της μεγαλοπρέπειας θα φθάσει το ελληνικό κόσμημα κατά την ακμή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας 10ο – 11ο αιώνα περίπου. Η ακτινοβολία της αυλής των Βυζαντινών αυτοκρατόρων σφραγίζεται από τα πολύτιμα κοσμήματα και τον τρόπο ζωής, στον οποίο οι ηγέτες της Δύσης και της Ανατολής προσβλέπουν με θαυμασμό και τείνουν μα μιμηθούν. Παράλληλα αναπτύσσεται η μικροτεχνία και δημιουργούνται εκκλησιαστικά σκεύη εξαιρετικής τέχνης και λεπτότητας. Το επάγγελμα του κοσμηματοποιού ήταν από τα πιο ευγενή της βυζαντινής εποχής και η άσκησή του ρυθμιζόταν από ειδικές νομοθετικές διατάξεις. Κοσμήματα όπως και εκκλησιαστικά σκεύη της περιόδου αυτή ευρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές αλλά και σε μεγάλα Μουσεία. Είναι φανερό ότι ένα σημαντικό μέρος ιδιαίτερα των βυζαντινών κοσμημάτων έχει χαθεί για πάντα. Εκείνο όμως που δεν χάθηκε είναι το πνεύμα των μαστόρων κοσμηματοποιών καθώς και οι τεχνικές τους που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά και φθάνουν μέχρι σήμερα.

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης , πρωτεύουσας του Βυζαντίου, το 1453 π.Χ., σηματοδοτεί την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και την επικράτηση της Οθωμανικής που θα κρατήσει υπό την κατοχή της την Ελλάδα για 400 ολόκληρα χρόνια. Η τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες διατηρείται ζωντανή και τον 17ο -18ο αιώνα θα γνωρίσει νέα άνθιση. Αργυροχρυσοχοϊκά κέντρα δημιουργούνται σε πολλά μέρη της Ελλάδας και την έλλειψη του χρυσού αντικαθιστούν το ασήμι και ο μπρούτζος. Με τις παραδοσιακές τεχνικές της συρματερής, του σφυρήλατου, εγχάρακτης κ.λπ. παράγονται κοσμήματα που δεν υστερούν σε μεγαλείο, κομψότητα και τέχνη των κοσμημάτων της βυζαντινής περιόδου.

Πηγές έμπνευσης τόσο των κοσμημάτων όσο και των ενδυμασιών της μεταβυζαντινής περιόδου αποτελούν μοτίβα της αρχαίας ελληνικής τέχνης εμπλουτισμένα με σύμβολά του βυζαντίου, όπως ο δικέφαλος αετός, της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και της φύσης. Την ακμή της αργυροχρυσοχοϊκής τέχνης κατά τον 17ο – 18ο αιώνα διαδέχεται ο 19ος αιώνας με την ελληνική επανάσταση, την εγκαθίδρυση του νέου ελληνικού κράτους και τις μεγάλές ανακατατάξεις στην κοινωνική και πολιτική ζωή των Ελλήνων. Ο θαυμασμός των Ελλήνων για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και η επιθυμία τους για εξευρωπαϊσμό , ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, τους οδηγεί σε μια υποτίμηση των παραδοσιακών πολιτιστικών τους αξιών και αποδοχή των ευρωπαϊκών προτύπων. Την ίδια στιγμή το αυξανόμενο ενδιαφέρον των ευρωπαίων που επισκέπτεται την Ελλάδα για να απολαύσει τις φυσικές ομορφιές και να θαυμάσει τα αρχαία μνημεία, τα οποία εκτιμά σαν μέρος του δικού του πολιτισμού και της δικής του παιδείας, φέρνουν αντιμέτωπους τους Έλληνες με αξίες που υποσυνείδητα αυτοί βιώνουν. Έτσι το τουριστικό ενδιαφέρον των Ευρωπαίων σε συνάρτηση με την προσπάθεια αφύπνισης του λαού μέσα από την νεοδημιουργημένη σύγχρονη ελληνική παιδεία και την δραστηριοποίηση πολλών φωτισμένων ελλήνων και φιλελλήνων οδηγούν κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα στη δημιουργία ενός ισχυρού ρεύματος επανεκτίμησης και μελέτης όχι μόνο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού , αλλά και του νεότερου , ώστε να τεθούν τα θεμέλια του νέου κράτους πάνω σε σωστές βάσεις ιστορικής και πολιτιστικής συνείδησης. Η κίνηση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την άνθηση της πνευματικής , καλλιτεχνικής και εν γένει πολιτιστικής ζωής της χώρας.

Από το 1950 και εντεύθεν η ελληνική αργυροχρυσοχοϊκή τέχνη χάρη στους ταλαντούχους μαστόρους και ανήσυχους επιχειρηματίες κατάφερε να δημιουργήσει μια ιδιαίτερα δυναμική παρουσία τόσο στο χώρο της τέχνης του κοσμήματος όσο και στον επιχειρηματικό. Ο πλούτος των πηγών έμπνευσης που προέρχεται από το ιστορικό παρελθόν το πολιτισμικό και φυσικό περιβάλλον σε συνδυασμό με την χρησιμοποίηση παλιών και νέων τεχνικών στις οποίες ο έλληνας αργυροχρυσοχόος και ο καλλιτέχνης είναι μυημένος συντελούν στην δημιουργία κοσμημάτων σύγχρονων , και ανανεωμένων , τα οποία χαρακτηρίζονται από την ιδιαιτερότητα μιας τέχνης που η δημιουργικότητα και η φαντασία συνυπάρχουν και ισορροπούν κάτω από αιώνιους κανόνες που σφραγίζουν την τέχνη του ελληνικού κοσμήματος εδώ και πέντε χιλιάδες χρόνια.

http://topaliatzidiko.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου