Αμβροσία ~ Σημειώσεις : (1) – Η αμβροσία, κατά άλλους μύθους, προσωποποιείται ως μία από τις Υάδες, θυγατέρα του Άτλαντα και της Πληϊόνης, ή μία των Δωδωνίδων, Υάς και Δωδωναία νύμφη, τροφός του Διονύσου. Αυτή, όταν ο βασιλιάς Λυκούργος καταδίωξε τον Διόνυσο και τον θίασό του, μεταμορφώθηκε σε κλήμα αμπέλου. Ανάλογος μύθος υπάρχει και στις Βέδες, όπου βρίσκουμε το συγγενικό με την αμβροσία ποτό με την ονομασία amrita, το οποίο πίνονταν από τους θεούς και χρησιμοποιούνταν ως πανάκεια. Αρχικά η αμβροσία ήταν, κατά τον γερμανό μυθολόγο Roscher, μυθική παράσταση, προσωποποίηση του μελιού, το οποίο έπεφτε στα φυτά ως δρόσος (αερόμελο, δροσόμελο), τρώγεται δε είτε ως φυσικό μέλι είτε μεταποιημένο σε ποτό (υδρόμελι μελίκρατον). Έτσι και η παράδοση ομιλεί περί της διατροφής του νεογέννητου Διονύσου από την Αμβροσία με μέλι, οι δε Υάδες και Πλειάδες, οι οποίες είχαν εμφανέστατη σχέση με το μέλι, λέγονται θυγατέρες της Πληϊόνης. Αμβροσία κυρίως είναι θηλυκό του αμβρόσιος, κατά παράλειψη του ουσιαστικού εδωδή. Το δε αμβρόσιος είναι ποιητικός τύπος του άμβροτος, αθάνατος, θείος˙ παρομοίως αμβροσία σημαίνει αθανασία: σώματος αμβροσία (Επιγραμμ. Ελλ. 338). Σπανίως η λέξη χρησιμοποιείται σε πρόσωπα: νύμφη αμβροσίας (Ύμν. Ομ. στον Ερμή 230). Για τον Όμηρο η νύχτα και ο ύπνος λαμβάνουν ως επίθετο αυτή τη λέξη: αμβροσίην διά νύκτα (Ιλ. Β, 57) – περί δ’ αμβρόσιος κέχυθ’ ύπνος, θείος, ουράνιος, ήδιστος. Ακόμη οτιδήποτε ανήκει στους Θεούς καλείται αμβρόσιον, όπως η κόμη αυτών: αμβρόσιαι δ’ άρα χαίται επερρώσαντο άνακτος (Ιλ. Α, 529), τα ιμάτιά τους: αμφί δ’ άρ’ αμβρόσιος εανός τρέμε (Ιλ. Φ, 507), τα πέδιλά τους: αυτίκ έπειθ’ υπό ποσσίν εδήσαντο καλά πέδιλα | αμβρόσια χρύσεια, (Ιλ. Ω, 340-341). Επίσης καλείται αμβρόσιον και το λάδι με το οποίο αλείφονταν οι Θεοί: ροδόεντι δε χρίεν ελαίωι αμβροσίωι (Ιλ. Ψ, 186-187)˙ ομοίως η φωνή και το άσμα των Θεών: αι τότε’ ίσαν προς Όλυμπον αγαλλόμεναι οπί καλήι, | αμβροσίηι μολπήι. (Ης. Θεογ. 68-69)˙ επίσης η φορβή (τροφή) και η φάτνη των ίππων των Θεών: ένθ’ ίππους έστησε ποδήνεμος ωκέα Ίρις | λύσασ’ εξ οχέων, παρά δ’ αμβρόσιον βάλεν είδαρ (Ιλ. Ε, 368-369) – και τους μεν κατέδησαν επ’ αμβροσίηισι κάπηισιν (Ιλ. Θ, 434). (2) Ο Σουΐδας γράφει: «αμβροσία ξηρά τροφή˙ «αλλά το γ’ αμβροσίης και νέκταρός εστιν απορρώξ.» νέκταρ δε, τουτέστι νεόκταρ, το νέους ποιούν τους πίνοντας». (3) Η Ιλιάδα πουθενά δεν μνημονεύει την αμβροσία ως τροφή των Θεών, το ίδιο παρατηρείται και στα ποιήματα του Βιργιλίου. (4) Πλαγκτός (πλάζομαι = πλανώμαι, περιφέρομαι, περιπλανώμαι: ος μάλα πολλά πλάγχη, (Οδυσ. Α, 1-2) τηι τε δή άλληι πλαζόμενος (Ηροδ. ΙΙ, 116). Συνηθισμένο για τους ποιητές, σπάνιο για τους πεζογράφους. Πλανώμενος, περιφερόμενος, επί πλοίων: πλαγκτά δ’ ωσεί τις νεφέλα (Ευρ. Ικετ. 961)˙ πλαγκτόν ύδωρ επί του Ευρίπου (Ανθ. Π. 9.13)˙ πλαγκτήν οδόν, εκκλίνουσαν της ορθής, πλαγίαν (Ελλ. Επιγράμμ. 1028, 59). Μεταφορικά, ο κατά τον νουν πλανώμενος, παραπλήξ, έμπληκτος, παράφρων (Οδ. Φ, 363. – Αισχ. Αγ. 593). Στην Οδύσσεια (Μ, 59 κέξ), Πλαγκταί πέτραι είναι βράχοι πέραν (δηλαδή προς δυσμάς) της Σκύλλας και Χάρυβδης, κρεμασμένοι από πάνω (επηρεφέες) και παρέχοντας τόσο στενή δίοδος ώστε και πτηνά να μην είναι δυνατόν να διέρχονται δια μέσου. Αλλά για τη φωτιά και τον καπνό, τα οποία αναφέρονται σε αυτά (Οδυσ. Μ, 68, 218) ο Απολλώνιος Ρόδιος (Δ. 924 κέξ.) υπέλαβε, ότι ο Όμηρος έλεγε τις ηφαιστειώδεις νήσους Λιπάρας (Λιπάρες λέγονταν τα νησιά του Αιόλου που βρίσκονταν απέναντι από τα παράλια της Σικελίας. Στο μεγαλύτερο και επισημότερο από αυτά υπήρχε ομώνυμος πόλη, στην οποία λέγονταν πως ο θεός των ανέμων είχε την έδρα του˙ η πόλη ήταν πολύ εύφορη, με καλό λιμάνι και οι κάτοικοί της φημίζονταν ως επιτήδειοι πειρατές. Σήμερα τα νησιά αυτά καλούνται Lipari.). Ο Όμηρος δεν παριστάνει τις Πλαγκτές ως κινούμενες˙ το όνομα έχει πιθανόν ενεργητική σημασία κατ’ αυτό = οι πλανώσες, οι απατώσες (τους ναυτιλλόμενους). Παρά τις μετέπειτα συγγραφές οι Πλαγκτές συγχέονται με τις Συμπληγάδες ή Κυανέες του Βοσπόρου, κατά την είσοδο στον Εύξεινο Πόντο. Πρώτος ο Ηρόδοτος τις θέτει εκεί, κατόπιν οι τραγικοί ποιητές: «Δαρείος δε επεί τε πορευόμενος εκ Σούσων απίκετο της Καλχηδονίης επί τον Βόσπορον, ίνα έζευκτο η γέφυρα, εντεύθεν εσβάς ες νέα έπλωε επί τας Κυανέας καλευμένας, τας πρότερον πλαγκτάς Έλληνές φασι είναι» (Ηροδ. IV, 85). Τις Συμπληγάδες, Κυανέες και Πλαγκτές πέτρες εξαιτίας της ορμής του ρεύματος και του αέρος αδυνατούσε να διέλθει όχι μόνο πλοίο αλλά ούτε περιστέρι. Πρώτη τις διαπέρασε η Αργώ με τη βοήθεια της Ήρας, όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος (Ι, 9, 25): «απαλλαγείς δε των αρπυιών Φινεύς εμήνυσε τον πλούν τοις Αργοναύταις, και περί των συμπληγάδων υπέθετο πετρών των κατά θάλασσαν˙ ήσαν δε υπερμεγέθεις αύται, συγκρουόμενοι δε αλλήλοις υπό της των πνευμάτων βίας τον δια θαλάσσης πόρον απέκλειον. εφέρετο δε πολλή μεν υπέρ αυτών ομίχλη, πολύς δε πάταγος, ην δε αδύνατον και τοις πετεινοίς δι’ αυτών διελθείν˙ είπεν ουν αυτοίς αφείναι πελειάδα δια των πετρών, και ταύτην εάν μεν ίδωσι σωθείσαν, διαπλείν καταφρονούντας, εάν δε απολλυμένην, μη πλειν βιάζεσθαι. ταύτα ακούσαντες ανήγοντο, και ως πλησίον ήσαν των πετρών, αφιάσιν εκ της πρώρας πελειάδα˙ της δε ιπταμένης τα άκρα της ουράς ή σύμπτωσις των πετρών απέθρισεν. αναχωρούσας ουν επιτηρήσαντες τας πέτρας μετ’ ειρεσίας ευτόνου, συλλαβομένης Ήρας, διήλθον, τα άκρα των αφλάστων της νεώς περικοπείσης, αι μεν ουν συμπληγάδες έκτοτε έστησαν˙ χρεών γαρ ην αυταίς νεώς περαιωθείσης στήναι παντελώς». (5) «Τηι μεν ουδέ ποτητά παρέρχεται, ουδέ πέλειαι τρήρωνες, ται τ’ αμβροσίην Διΐ πατρί φέρουσιν, αλλά τε και των αιέν αφαιρείται λις πέτρη˙ αλλ’ άλλην ενίησι πατήρ εναρίθμιον είναι». (6) Μυρώ, Ελληνίδα ποιήτρια από το Βυζάντιο, μητέρα ή κατά άλλους θυγατέρα του τραγικού Ομήρου, η οποία έζησε επί της βασιλείας του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου (284-248 π.α.χ.χ.). Η Μυρώ συνέγραψε ένα ποίημα, επιγραφόμενο ως Μνημοσύνη, του οποίου στίχοι σώζονται από τον Αθήναιο (Βιβλ. ΧΙ). (7) Αργώ, το πλοίο, με το οποίο πραγματοποιήθηκε ο περίφημος πλους των Αργοναυτών, οι οποίοι κάτω από τις οδηγίες του Ιάσονος εκστράτευσαν κατά της Κολχίδας για να προσκομίσουν από εκεί προς τον Πελία το χρυσόμαλλο δέρας. Κατά τις αρχαίες παραδόσεις, η Αργώ ναυπηγήθηκε από αυτόν τον οποίον και έλαβε το όνομά της, τον Αργοναύτη Άργο, γιο του Φρίξου και της Χαλκιόπης, της θυγατέρας του Αιήτη, οδηγούμενος από την Αθηνά και βοηθούμενος από την Ήρα: «επί τούτο πεμπόμενος Ιάσων Άργον παρεκάλεσε τον Φρίξου, κακείνος Αθηνάς υποθεμένης πεντηκόντορον ναυν κατεσκεύασε την προσαγορευθείσαν από του κατασκευάσαντος Αργώ» (Απολλόδ. Ι, 9, 16). Για την κατασκευή διαλέχτηκε από τους ειδήμονες ειδικό ξύλο του Πηλίου, το οποίο δεν βλάπτετε από το νερό και τη φωτιά. Οι γλωσσολόγοι μάλιστα λένε πως αργώ σημαίνει ιδιάζων ξύλο πεύκου του Πηλίου˙ γι’ αυτό και η Αργώ καλείται Πηλιάς. Στην εικόνα, κατ’ αρχαίο ανάγλυφο, φαίνεται η Αθηνά να διδάσκει τον Πρωρέα να συστέλλει τα ιστία (σε κάποια νομίσματα παριστάνεται η Θεά όρθια επί της Αργούς˙ είναι η Αθηνά Αίθυα «κολυμβητίς» - Παυσ. Ι. 5, 3) και να προσθέτει στην πλώρη του πλοίου κομμάτι από την προφητική βελανιδιά της Δωδώνης, η οποία είχε τη δύναμη να προφητεύει και να μιλά: «καλά δε την πρώιραν ενήρμοσεν Αθηνά φωνήεν φηγού της Δωδωνίδος ξύλου» (Απολ. ο.π.). Κατά άλλες παραδόσεις, την Αργώ ναυπήγησε ο επώνυμος ήρωας της πόλεως του Άργους, φημισμένος ξυλοκόπος, ή ο Άργος από τις Θεσπιές, αμφότεροι από τους Αργοναύτες. Επίσης, ως ναυπηγοί της Αργούς, φέρονται και ο Γλαύκος του Συσίφου, ο Άργος του Πολύβου και ο Ηρακλής. Ως τόπος ναυπηγήσεως πιστεύονταν ότι ήταν η παραλία της Ιωλκού και ειδικά οι Παγασές, την δόξα όμως αυτή αμφισβητεί η βοιωτική πόλη Τίφα, κειμένη στην επί του Αλκυονίου κόλπου (ανατολικά του Κορινθιακού) παραλία, της οποίας οι κάτοικοι φημίζονταν ως σοφοί ναυτικοί και από αυτή κατάγονταν ο κυβερνήτης της Αργούς, Τίφυς. Κατά την επιχώρια μάλιστα παράδοση, στην πόλη αυτή προσορμίσθηκαν οι Αργοναύτες μετά την επάνοδό τους από την Κολχίδα, αφιερώνοντας την Αργώ στο ιερό του Ποσειδώνος στον Ισθμό, κομμάτι της οποίας λέγονταν πως αποκόπηκε και μεταφέρθηκε στην Ρώμη, όπου και σώζονταν μέχρι το 100 π.α.χ.χ.. Ως προς την έννοια της λέξεως οι αρχαίοι λέγουν ότι παράγεται εκ του αργός = ταχύς, λαμπρός, στιλπνός, φωτοβόλος. (8) Αθήν. ΙΙ. 39. (9) Αλεξανδρίδης, ιστοριογράφος από τους Δελφούς, πιθανόν να άκμασε στους χρόνους του βασιλέως της Μακεδονίας Φιλίππου Β’. Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο συνέγραψε τα Δελφικά, μονογραφία η οποία έχει απολεσθεί. Άλλοι όμως από τους νεότερους συγγραφείς παραδέχονται ότι τα Δελφικά δεν γράφτηκαν από τον εν λόφω Αλεξανδρίδη τον οποίο θεωρούν ότι δεν υπήρξε, αλλά από άλλον ιστορικό που επίσης ονομάζονταν Αλεξανδρίδης. Άλλοι πάλι συγχέουν τον Αλεξανδρίδη από τους Δελφούς με τον σχεδόν σύγχρονό του κωμικό ποιητή της νέας κωμωδίας Αλεξανδρίδη. (10) Αθήν. ΙΙ, 39. (11) Λουκιανού, Θεών διάλογοι, 4. (12) Βερενίκη, θυγατέρα του ηγεμόνα της Κυρήνης Μάγα και της Αρσινόης, αλλιώς καλούμενη ως Απάμα. Μετά τον θάνατο του Μάγα (253 π.α.χ.χ.) θέλοντας η Αρσινόη ν’ αποφύγει τη σύζευξη της θυγατέρας της Βερενίκης με τον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Γ’ του Ευεργέτου, με την οποία είχε μνηστεύσει όταν ζούσε ο Μάγας, κάλεσε ως γαμπρό της τον ωραίο Δημήτριο, υιό του Δημητρίου του Πολιορκητού. Η Αρσινόη όμως έγινε η ίδια ερωμένη του Δημητρίου. Με αποτέλεσμα οι σχέσεις της με αυτόν να προκαλέσουν τη συνωμοσία της Βερενίκης. Ο Δημήτριος φονεύθηκε στην αγκαλιά της Αρσινόης και η Βερενίκη συνεζεύχθη με τον Πτολεμαίο (251 π.α.χ.χ.). (13) «Κύπρι Διωναία, τα μεν αθανάταν από θνατάς, ανθρώπων ως μύθος, εποίησας Βερενίκαν αμβροσίαν ες στήθος αποστάξασα γυναικός». (14) «.... ο δ’ άκμηνος και άπαστος. αλλ’ ίθι οι νέκταρ τε και αμβροσίην ερατεινήν στάξον ενί στήθεσ’, ίνα μη μιν λοιμός ίκηται». Το ίδιο αναφέρεται και στην Ιλιάδα, Τ, 353-354. (15) Φαίδρ. 247 Ε. «ως άρα φωνήσασα θεά παρέθηκε τράπεζαν αμβροσίης πλήσασα, κέρασε δε νέκταρ ερυθρόν˙ αυτάρ ο πίνε και ήσθε διάκτορος αργεϊφόντης». (16) «αυτή δ’ αντίον ίζεν Οδυσσήος θείοιο, τηι τε παρ’ αμβροσίην δμωαί και νέκταρ έθηκαν». (17) «Αλλ’ ότε δη κείνοισι παρέσχεθον άρμενα πάντα, νέκταρ τ’ αμβροσίην τε, τα περ θεοί αυτοί έδουσι, πάντων εν στήθεσσιν αέξετο θυμός επομόσσηι» (18) «Ος κεν την επίορκον απολλείψας επομόσσηι αθανάτων, οι έχουσι κάρη νιφόεντος Ολύμπου, κείται νύητμος τετελεσμένον εις ενιαυτόν˙ ουδέ ποτ’ αμβροσίης και νέκταρος έρχεται άσσον βρώσιος, αλλά τε κείται ανάπνευστος και άναυδος στρωτοίς εν λεχέεσι, κακόν δε ε κώμα καλύπτει». (19) «αμβροσίη μεν πρώτον από χροός ιμερόεντος λύματα πάντα κάθηρεν, αλείψατο δε λιπ’ ελαίωι αμβροσίωι εδαυώι, το ρα οι τεθοωμένον ήεν». Η σκηνή αυτή πιστεύεται ότι αναγνωρίσθηκε πάνω σε αγγείο της Βασιλακάτης˙ κατ’ άλλη όμως ερμηνεία, η ζωγραφιά αυτή θεωρείται ότι απεικονίζει τον καλλωπισμό της Αφροδίτης. Η Βασιλικάτα είναι περιοχή στην Κάτω Ιταλία, κατοικούμενη κατά τους μέσους αιώνες πυκνώς από ελληνικού ή ελληνίζοντος στοιχείου. Ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του αυτοκράτορος Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου (976-1025) μετά την από εκεί έξωση των Αράβων. (20) «κάλλεϊ μεν οι πρώτα προσώπατα καλά κάθηρεν αμβοσίωι, οίω περ εϋστέφανος Κυθέρεια» (21) «χρίσον τ’ αμβροσίηι περί τ’ άμβροτα είματα έσσον» Το ίδιο συναντάται και στην Ιλιάδα, ΙΙ, 680. (22) «Πατρόκλωι, δ’ αυτ’ αμβροσίην και νέκταρ ερυθρόν στάξε κατά ρινών, ίνα οι χρως έμπεδος είη». (23) Ειδοθέα, θυγατέρα του Πρωτέως, η οποία, κατά τον Όμηρο, υπέδειξε στον απελπισμένο Μενέλαο, στο νησί Φάρο, με ποιόν τρόπο ήταν δυνατό να λάβει συμβουλές από τον πατέρα της για να σωθεί. (24) «........ τείρε γαρ αινώς φωκάων αλιοτρεφέων ολοώτατος οδμή˙ τις γαρ κ’ ειναλίωι παρά κήτεϊ κοιμηθείη; αλλ’ αυτή εσάωσε, και εφράσατο μεγ’ όνειαρ˙ αμβροσίην υπό ρίνα εκάστω θήκε φέρουσα ηδύ μάλα πνείουσαν, όλεσσε δε κήτεος οδμήν» (25) Πελείες καλούνταν από τους αρχαίους τα άγρια περιστέρια, λόγου του φαιού χρώματος τους (πελός ή πελλός = φαιόχρωμος). Κατά την παράδοση, στο μαντείο της Δωδώνης προσέπτησαν δύο μέλανες πελείες, ερχόμενες από τις Θήβες της Αιγύπτου, με αυτό δηλώνονταν οι πρώτες μαντείες των υποψηφίων. Αργότερα εκλήθησαν Πελείες οι τρεις ιέρειες και μάντισσες του μαντείου της Δωδώνης. (26) «ένθεν μεν γαρ πέτραι επηρεφέες, προτί δ΄αυτάς κύμα μέγα ροχθεί κυανώπιδος Αμφιτρίτης˙ Πλαγκτάς δη τοι τας γε θεοί μάκαρες καλέουσιν. τηι μεν τ’ ουδέ ποτητά παρέρχεται ουδέ πέλειαι τρήρωνες, ται τ’ αμβροσίην Διΐ πατρί φέρουσιν.» (27) Σιμόεις, ελληνικό όνομα του ποταμού που βρίσκεται στην Μικρά Ασία, Ορτά-κετσί-δερέ. (28) «ένθ’ ίππους έστησε θεά, λευκώλενος Ήρη, λύσασ’ εξ οχέων, περί δ’ ηέρα πουλύν έχευεν. Τοίσιν δ’ αμβροσίην Σιμόεις ανέτειλε νέμεσθαι». (29) Αερόμελι, η του Βιργίλιου μελιτώδης δρόσος (aerium mel)˙ λέγεται και ύον μέλι και δροσόμελι (Γαλήν. VI, 399 E). Ο Αθήναιος (ΧΙ, 500d) γράφει «Αμύντας εν τωι πρώτωι των της Ασίας Σταθμών περί του αερομέλιτος καλουμένου διαλεγόμενος γράφει ούτως˙ «συν τοις φύλλοις δρέποντες συντιθέασιν εις παλάθης Συριακής τρόπον πλάττονες, οι δε σφαίρας ποιούντες και επειδή μέλλωσι προσφέρεσθαι, αποκλάσαντες απ’ αυτών εν τοις ξυλίνοις ποτηρίοις, ους καλούσι ταβαίτας, προβρέχουσι και διηθήσαντες πίνουσι, και έστιν όμοιον ως αν τις μέλι πίνοι διείς, τούτου δε και πολύ ήδιον». (30) Δροσόμελι = αερόμελι (Γαλην. VI, 399). |
Νέκταρ ~ Σημειώσεις : (1) Αλκμάν (αττικ. Αλκμέων), λυρικός ποιητής, άκμασε κατά τα μέσα του Ζ’ π.α.χ.χ. αιώνος. Κατάγονταν από τις Σάρδεις της Λυδίας και έγινε δούλος στη Σπάρτη, αλλά για την ευφυΐα του απελευθερώθηκε και λέγονταν πολίτης Σπαρτιάτης της Μεσσόας, η οποία ήταν μία από τις φυλές της Σπάρτης. Εκεί έλαβε και το όνομα Αλκμάν. Τα άσματά του τραγουδιόντουσαν πάντα από τον χορό και όχι από ένα μελωδό, συνήθως οι χοροί του συγκροτούνταν από παρθένες, από κει και τα άσματά του καλούνται παρθένια, διακρινόμενα για το σεμνό και πανηγυρικό χαρακτήρα της αρμονίας και των ρυθμών τους. (2) Αθην. ΙΙ, 39 (3) «Πατρόκλω δ’ αύτ’ αμβροσίην και νέκταρ ερυθρόν». (4) «.........μετά δέ σφισι πότνια Ήβη νέκταρ εωινοχίει.......................». (5) «............κέρασσε δέ νέκταρ ερυθρόν». (6) Ομ. Ιλ. 416. (7) Ανάλογο με το νέκταρ, το θείο ποτό των Ολυμπίων της Ελλάδος Θεών, είναι το σόμα των Ινδών. Αυτό είναι η κυριότερη θυσία, η οποία αναζωογονεί τον θεό των Ινδών κατά την πάλη του προς τους δαίμονες. Αποτελεί προσφορά μαγικού ηδύποτου προς τον θεό, το οποίο έχουν ανάγκη οι θεοί του Βεδικού πανθέου. Διαφέρει από το νέκταρ των Ελλήνων, καθότι είναι μεν μεθιστικό ποτό, όπως το νέκταρ, θεωρείται όμως κατασκευασμένο από χυμούς φυσικών ανθέων (asclepias acida), ενώ το νέκταρ στερείται μαγικών ιδιοτήτων. (8) Απορρώξ (απορρήγνυμι), αποκομμένος, απότομος, κρημνώδης. Σαν ουσιαστικό σημαίνει μέρος αποσπασθέν: αλλά τόδ’ αμβροσίης καί νέκταρος εστιν απορρώξ = είναι απόρροια ή «απόσταγμα» (Ησύχ.) της αμβροσίας και του νέκταρος (Οδ. Ι, 359) http://www.hellenicpantheon.gr/trofithewn.htm |
Η λίστα ιστολογίων μου
Τρίτη 21 Ιουνίου 2011
ΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου