Η λίστα ιστολογίων μου

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Ελένη Παπαδάκη: Ένα θύμα των καιρών
Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε κι όλος ο Θεός της Τραγωδίας εφάνη.Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που άξαφνα κι οι εννιά αδερφές, εσκύψαν να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι.

Άγγελος Σικελιανός
Ποια ήταν η Ελένη Παπαδάκη; Ένα όνομα που στους παλιότερους κάτι θυμίζει, στους νεότερους όμως παραμένει ανεπίτρεπτα άγνωστο, θαμμένο στην αχλή της Ιστορίας, τσαλακωμένο από κακόβουλες φήμες, ίντριγκες και πάθη, που στοίχησαν τη ζωή σε χιλιάδες Έλληνες κατά τη διάρκεια του μισαρού και καταραμένου Εμφυλίου Πολέμου. Ενός πολέμου που γύρισε την Ελλάδα πολλά χρόνια πίσω, τη στιγμή που η υπόλοιπη Ευρώπη, σαν τον Φοίνικα, ξαναγεννιόταν από την τέφρα της. 63 χρόνια πριν, τον Δεκέμβριο του 1944, η Αθήνα είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο πεδίο μάχης, όπου αδέρφια σκότωναν αδέρφια, γείτονες κατέδιδαν γείτονες, οδομαχίες ταλαιπωρούσαν τους κατοίκους της πρωτεύουσας, λαϊκά δικαστήρια καταδίκαζαν κόσμο σε θάνατο, καταργώντας κάθε νόμο και δικαίωμα και μια μαζική παράνοια είχε καταλάβει και τις δύο παρατάξεις, που διέπραξαν τα πιο ειδεχθή εγκλήματα.
Ένα θύμα των καιρών, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, υπήρξε και η κορυφαία ηθοποιός του θεάτρου Ελένη Παπαδάκη. Όταν πρωτοδιάβασα την ιστορία της συγκλονίστηκα τόσο πολύ, που άρχισα να αναζητώ διάφορες πηγές που θα μου έδιναν πληροφορίες για τη ζωή της και τον άδικο θάνατό της. Κάποιοι ίσως έχουν διαβάσει το εκπληκτικό βιβλίο του Γιώργου Θεοτοκά «Ασθενείς και οδοιπόροι», που αναφέρεται στη ζωή της μεγάλης τραγωδού, βάσει του οποίου γυρίστηκε και η ομώνυμη σειρά στην τηλεόραση με τη μοναδική ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη.
Η Ελένη Παπαδάκη γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1903 στην οδό Ιπποκράτους 70Β, σ’ ένα νεοκλασικό σπίτι απ’ αυτά που κοιτώντας τα σήμερα προσπαθούμε να μαντέψουμε την ιστορία των ανθρώπων που τα κατοίκησαν κάποτε και που συμπτωματικά υπάρχει ακόμα. Μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια διανοούμενων και η ίδια πήρε πολύ καλή μουσική μόρφωση, μιλώντας μάλιστα τέσσερις γλώσσες. Η μεγάλη της αγάπη, ωστόσο, υπήρξε πάντοτε το θέατρο και τελικά έπεισε τους γονείς της να παρακολουθήσει τα μαθήματα της Δραματικής Σχολής του Ελληνικού Ωδείου ως ακροάτρια.
Το ταλέντο της δεν άργησε να αναγνωριστεί και πολύ σύντομα βρέθηκε να παίζει στο πλευρό «ιερών τεράτων» του θεάτρου, όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Αλέξης Μινωτής, η Κατίνα Παξινού. Οι ερμηνείες της πάντως ως Αντιγόνη, Εκάβη και Κλυταιμνήστρα θα κάνουν το κοινό να παραληρεί, ενώ πλήθος άλλων ρόλων θα την τοποθετήσουν στην κορυφή της πυραμίδας χωρίς καμία αμφιβολία.
Δυστυχώς όμως, δεν θα αργήσει – διορισμένη πλέον στο νεοσύστατο Εθνικό Θέατρο το 1932 – να βρεθεί αντιμέτωπη με απίστευτες αντιζηλίες και παρασκηνιακές ίντριγκες καταξιωμένων συναδέλφων της, που βλέπουν το ανερχόμενο άστρο της σαν απειλή και προσπαθούν με κάθε τρόπο να την παραγκωνίσουν.
Από την Αγγλία, που είχε πάει με την Κατίνα Παξινού και άλλους ηθοποιούς για να δώσουν κάποιες θεατρικές παραστάσεις, έγραφε σε φίλη της: «Δεν φαντάζεσαι πόσο «καλλιεργημένο» είναι το έδαφος από την Κατίνα για την Κατίνα… Η κατάστασις πάντοτε αηδής».
Κι ενώ οι κλίκες έχουν στην κυριολεξία βαλθεί να την κατασπαράξουν, τα μίση και τα πάθη των αντίπαλων ιδεολογιών ταλανίζουν τη χώρα μας. Οι διαβολές για το πρόσωπο της Ελένης διασπείρονται συστηματικά από τους καρεκλοκένταυρους της θεατρικής σκηνής και η «ρετσινιά» της «αντιδραστικής» την εποχή εκείνη είναι η πιο σίγουρη μέθοδος όχι μόνο για παραγκωνισμό, αλλά και για πλήρη εξόντωση.
Ως φιλενάδα του κατοχικού πρωθυπουργού Ράλλη άρχισαν να την παρουσιάζουν λοιπόν οι αντίπαλοί της, κάτι που ανάμεσα στη φανατική αριστερή ιδεολογία της εποχής βρήκε ισχυρό έρεισμα, μια και ισοδυναμούσε με έγκλημα καθοσιώσεως. Η ίδια πάντως δεν παραδέχτηκε ποτέ μια τέτοια σχέση.
Μία πρόγευση λαϊκού δικαστηρίου αποτέλεσε η «δίκη» του Σωματείου των Ηθοποιών στο θέατρο Διονύσια στις 24 Νοεμβρίου 1944. «Θάνατος στην πουτάνα!», ακουγόταν από πολλά στόματα και η Ελένη Παπαδάκη διαγράφηκε από το Σωματείο. Σε επιστολή που έστειλε ωστόσο, προς τη συνέλευση, μια και η ίδια δεν παρέστη για να απολογηθεί, διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το διάστημα της κατοχής υπήρξεν «αντεθνική, αντισυναδελφική, εγωιστική και απρεπής», δύνανται καλλίτερον από εμέ να διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι, οι οποίοι, ασφαλώς θα παρίστανται εις αυτήν, αλλά και πολλοί επίσης διακεκριμένοι συνάδελφοι μη προς εμέ φιλικά διακείμενοι, θα ευρεθούν έστω και κατ’ ιδίαν σκεπτόμενοι ότι εις πολλάς περιπτώσεις η στάσις μου υπήρξε κάθε άλλο παρά αντισυναδελφική ή εγωιστική…».
Πράγματι, η «πριγκίπισσα της μοναξιάς», όπως την αποκαλούσαν, κατά τη διάρκεια της Κατοχής λόγω των διασυνδέσεών της, είχε καταφέρει να σώσει πολύ κόσμο ανεξαρτήτως ιδεολογίας, μεταξύ των οποίων τον γιό του γνωστού βιβλιοπώλη Ελευθερουδάκη και τον γιατρό Γιώργο Μουστρούφα, κατοπινό στέλεχος του Υπουργείου Υγείας υπό τον Πέτρο Κόκκαλη στην Κυβέρνηση του Βουνού. Όμως όλα αυτά είχαν ξεχαστεί τόσο γρήγορα…
Η αυλαία για την τελευταία πράξη του δράματος είχε πια ανοίξει. Ο δρόμος ήταν έτοιμος για τον τελικό αφανισμό.
Θλιβερές λεπτομέρειες σκηνοθετούν το προσωπικό της δράμα. Η Ελένη δεν υποδύεται πια κανέναν ρόλο. Πρωταγωνιστεί στο τραγικό τέλος της ίδιας της ζωής της. Την νύχτα της 21ης προς 22α Δεκεμβρίου του 1944, μέσα σε μια Αθήνα που παραπαίει και κοχλάζει από το μίσος, η άτυχη τραγωδός θα συλληφθεί από τον ΕΛΑΣ και θα μεταφερθεί στο διυλιστήριο της Ούλεν στο Γαλάτσι, που έχει μετατραπεί σε κολαστήριο. Το φινάλε γράφεται τη νύχτα της 21ης προς 22 Δεκεμβρίου 1944. Ο πολιτοφύλακας της ΟΠΛΑ με το ψευδώνυμο καπετάν Ορέστης την καταδικάζει σε θάνατο με τσεκούρι και την παραδίδει στον σκληροτράχηλο Βλάση Μακαρώνα. «Τη διέταξαν να γδυθεί, ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της και είχε τρομάξει πολύ. Έτρεμε από το κρύο και τον φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε τη γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και, όταν τη διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπά της ρούχα, αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και σε γόους. Όρμησαν τότε σαν αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σε έναν καταιγισμό από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ανοιγμένο λάκκο και εκεί την έγδυσαν με τη βία. Ο Βλάσης Μακαρώνας ξαφνικά δείλιασε, τον πείραξαν και οι κραυγές της και τελικά καθίζοντάς την χάμω τράβηξε το περίστροφό του και της φύτεψε μια-δυο σφαίρες στον αυχένα (...)» Λίγο αργότερα, στη δίκη του, ο Μακαρώνας δήλωσε ότι ο Ορέστης τον κατηγόρησε πως έκανε σαμποτάζ που δεν τη σκότωσε με το τσεκούρι αλλά με το περίστροφο.Και πρόσθεσε: «Δεν λυπήθηκα τίποτα άλλο παρά το γούνινο παλτό της που το πήρε ο Ορέστης».
Όταν στις 26 Ιανουαρίου του 1945 άρχισε η εκταφή των πτωμάτων, βρέθηκε και το δικό της μαζί με μερικά άλλα σε έναν λάκκο. Δυο μέρες αργότερα έγινε η κηδεία της στον Άγιο Γεώργιο τον Καρύτση. Μαθητές της Δραματικής Σχολής απέθεσαν κλαριά πάνω στο φέρετρο, ενώ πλήθος καλλιτεχνικού και πνευματικού κόσμου μέσα σε μια φορτισμένη από πένθος κι αγανάκτηση ατμόσφαιρα, παραβρέθηκε στην κηδεία.
Ο Αλέξης Σολομός (28.11.1945) με τον συγκινητικό του επικήδειο, συμπύκνωσε πολλά μέσα σε λίγες λέξεις:«…Χρειάζεται να φανούμε μεγάλοι, να φανούμε τέλειοι(…)για να μπορέσουμε να ονομαστούμε χωρίς τύψεις, συνάδελφοι της Ελένης Παπαδάκη(…). Χάσαμε ένα απ’ το πιο τρανά κι απ’ τα πιο σπάνια καυχήματα της ελληνικής σκηνής – χάσαμε έναν καλό φίλο κι έναν ωραίο άνθρωπο(…). Κοιμήσου ειρηνικά, αγαπημένη φίλη…Ίσαμε επάνω δεν φτάνουν μήτε η αρρώστια μιας εποχής, μήτε μιας φυλής η παραφροσύνη. Μια λέξη ακόμα: συγχώρεσέ μας…»
ΑΠΟ ΤΟ
http://www.greeknewsonline.com/
Στό πόνημα του Πολύβιου Μαρσάν « Ελενη Παπαδακη,» εξιστορείται, ένα απ’ αυτά, η δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη, την οποία ουσιαστικώς κατεδίκασε η Γενική Συνέλευση του αριστερού σωματείου των Ελλήνων ηθοποιών (ΣΕΗ) και εξετέλεσαν οι δήμιοι του ΚΚΕ / ΕΑΜ / ΕΛΑΣ. Βεβαίως αν η Ελένη Παπαδάκη ηταν κομμουνίστρια, θα είχαμε μνημείο με την προτομή της, δρόμο με το όνομά της και θα ήταν γραμμένη και στο βιβλίο ιστορίας της τρίτης λυκείου.Ενω σε καθε επετειο θα ειχαμε διαγωνισμο αρθρων εξιστορουντα τα του θανατου της.
«.. Στον χώρο των Διυλιστηρίων γενικός δερβέναγας ήταν ο καπετάν Ορέστης. Εκεί βρίσκονταν και οι φοβεροί δήμιοι Ιωάννης Κοκότσης, που ηταν ο φρούραχος της περιοχής, ο Πέτρος Τζογανάλης, ο Στέφανος Λιόλιος , ο Βλάσης Μακαρώνας μπακάλης από τους Ποδαράδες.Τα υποψήφια θύματα τα οδηγούσαν σ’ ένα από τα οικήματα των Διυλιστηρίων, όπου κρατούντο πολλοί από τους συλληφθέντας. Τους αφαιρούσαν ό,τι πολύτιμο είχαν και ο Ορέστης έπαιρνε τα δαχτυλίδια τα κοσμήματα τα ρολόγια τα χρήματα τις λίρες που είχαν μερικοί μαζί τους. Μετά οδηγούσαν ένα ένα τα θύματα στο χώρο των εκτελέσεων, καμιά εκατοστή μέτρα από τα οικήματα της Ούλεν. ..’’ Μου την φεραν με ενα ταξι ‘’ διηγηθηκε ο Μακαρωνας, ‘’ την ειχαν στριμωγμενη ανθρωποι της πολιτοφυλακης .’’ Απο τις καταθεσεις των αλλων εκτελεστων , που εγινα μετα την συλληψη τους , φαινεται οτι το ιδιο βραδυ εκτος απο την Ελενη μετεφεραν για εκτελεση και εφτα χωροφυλακες...Γράφει ο Δημήτρης Μυράτ στο τελευταίο του βιβλίο.‘ ..Σαν ήρθε ο καπετάν Ορέστης άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά του οι κρατούμενοι. Οπως μάθαμε στη δίκη (των εκτελεστών) όταν πέρασε η Ελένη, ο καπετάνιος της πήρε τα δαχτυλίδια και την ξαπόστειλε για ομηρία. Οταν πέρασαν καμμιά δεκαριά άλλοι την θυμήθηκε. Πως είπε αυτή πως την λένε? Παπαδάκη? Δεν είναι αυτή που καταδίκασαν στο σωματείο ηθοποιών? Κι’ έδωσε την διαταγή του Θανάτου, Ο απόηχος της περίφημης δίκης…Το τέλος της άτυχης Ελένης ήταν φοβερό. Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την εκτέλεση με τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα πολυάριθμα θύματα. Την διέταξαν να γδυθή ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της. Ετρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Εβγαλε την γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και όταν την διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα της αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και γόους. Ορμησαν τότε αφιονισμένοι πάνω της και μεσα σ’ ένα κατήφορο από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ένα ανοιγμένο λάκκο κι’ εκεί την έγδυσαν με την βία. …»
Και ο επίλογος του δράματος.«..Είχε περάσει πάνω από δυο μήνας από τότε που έγινε η απαγωγή της Ελένης από το σπίτι των Μυράτ την 21η Δεκεμβρίου 1944 , όταν στις 26 Ιανουαρίου του Ιανουαρίου 1945 ο προιστάμενος του Β’ Νεκροταφείου στα πατήσια ειδοποίησε τον Σαμ Μπράντενμπουργκ, ότι κατά την εκταφή πτωμάτων που είχε αρχίσει στον περίβολο των Διυλιστηρίων της Ουλεν, κάτι τον ενδιέφερε. Ο Σαμ οδηγούμενος από τον Γελαδάκη , πιστοποίησε αυτή του τη ανακάλυψη: Σωστό ράκος αναγνώρισε την Ελένη Παπαδάκη που ήταν σε κοινό όρυγμα με τρις- τέσσερις άλλους. Σε μια κατηφόρα φυτεμένη με πεύκα ήταν ο λάκκος που βρέθηκε η Ελένη. Με μια κομπιναιζόν ανασηκωμένη γύρω από τον θώρακα, με τις ζαρτιέρες ζωσμένη στη μέση, η Ελένη αναγνωρίστηκε αμέσως. Μία σφαίρα στον αυχένα με διέξοδο στην αριστερή μετωπική χώρα είχε δώσει τέλος στο μαρτύριο της…Η βοηθός του καθηγητή Γεωργιάδη που έκανε την ιατροδικαστική εξέταση θυμόταν.. ‘ Εχω δή πολλά ως εκ του επαγγέλματος μου, αλλά τέτοια φρικτή κατάσταση δεν έχω ξαναδή..’…
Οι φοβεροί σφαγείς των Διυλιστηρίων της Ούλεν, οι φυσικοί αυτουργοί συνελήφθησαν δύο μήνες αργότερα τελείως συμπτωματικά. Μέσα σ’ ένα τράμ ένας επιβάτης αναγνώρισε ότι το πουλόβερ που φορούσε ένας τροχιοδρομικός υπάλληλος ανήκε σ’ ένα εκτελεσθέντα συγγενή του. Έτσι σιγά-σιγά συνελήφθη όλο το συνεργείο των δημίων. Η αναπαράσταση των εγκλημάτων έγινε στα τέλη Μαρτίου 1945 στον τόπο των εκτελέσεων και έφερε στο φώς τις φρικιαστικές λεπτομέρειες.»

1 σχόλιο:

  1. Το συγνώμη εκ μέρους όλων το έδωσε ο Σολομός, που δεν ήταν ούτε κομουνιστής, ούτε άμεσα ή έμεσα υπεύθυνος για τον χαμό της Παπαδάκη. Ήθελα να ήξερα υπήρχε κανείς αριστερός από τους ηθοποιούς, που να είχε το θάρρος να ζητήσει ανοιχτά συγνώμη? Αλλά τι λέω? εδώ διαβάζεις μαρτυρίες ελλασιτών ηθοποιών, όπως της Παπαθανασίου και λένε: "την Παπαδάκη την σκότωσε ένας πράκτορας των Άγγλων" και "εμείς δώσαμε τα πάντα στον αγώνα αλλά αδικηθήκαμε". Ακόμα χειρότερα της Παπαδούκα, που συνέχιζε να λασπολογεί εναντίων της νεκρής Παπαδάκη. Καμία μαρτυρία για τις ευθύνες τους. "Εμείς δώσαμε τα πάντα στον αγώνα". Ναρκισισμός και ευθυνοφοβία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή