Η ελληνική παρουσία στον θρόνο των ποντιφήκων
Ο παπικός θρόνος δεν μονοπωλήθηκε ευθύς εξαρχής από Δυτικοευρωπαίους ιεράρχες. Η ακτινοβολία του ελληνικού πολιτισμού, ιδίως στους αιώνες πριν από το Σχίσμα μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, είχε τον αντίκτυπό της στην παρουσία παπών ελληνικής καταγωγής στον θρόνο του Αγίου Πέτρου. Στη μελέτη αυτή κατ’ αρχήν εξετάζεται και αναδεικνύεται η ελληνικότητα της Εκκλησίας της Ρώμης, στη συνέχεια παρουσιάζονται οι Έλληνες επίσκοποί της και στο τέλος γίνεται λόγος για τον τελευταίο Έλληνα πάπα, τον Κρητικό Αλέξανδρο Ε’.
Η Ελληνικότητα της Αρχαίας Εκκλησίας της Ρώμης
Η άποψη του αείμνηστου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτη Τρεμπέλα (1886-1979)[1] είναι πώς μεταξύ των πιστών της πρώτης Εκκλησίας της Ρώμης συγκαταλέγονταν και Χριστιανοί ιουδαϊκής προέλευσης, αλλά ότι ως επί το πλείστον η Εκκλησία αυτή αποτελείτο από Χριστιανούς εξ εθνών, δηλαδή από τη Συρία, Μικρά Ασία, Μακεδονία και Ελλάδα, οι οποίοι επισκέπτονταν συχνά την πρωτεύουσα, για εμπορικούς και πολιτικούς λόγους. Αξίζει εδώ να επισημανθούν και να αναδειχθούν ορισμένα σημεία που πιστοποιούν και επιβεβαιώνουν την ελληνικότητα της Εκκλησίας της Ρώμης[2].
Ο απόστολος Παύλος έγραψε την επιστολή του προς τους Χριστιανούς της Ρώμης στην ελληνική γλώσσα, γεγονός που προϋποθέτει ότι οι παραλήπτες ήσαν και ελληνόφωνοι, που διαβιούσαν στο κέντρο του ρωμαϊκού κόσμου. Ένα δεύτερο σημαντικό γεγονός που συνηγορεί υπέρ της ελληνικότητας της πρώτης Εκκλησίας της Ρώμης, είναι ο αριθμός των πρώτων Ελλήνων επισκόπων της, για τους οποίους γίνεται αναλυτικός λόγος στη συνέχεια. Τέλος, ένα ακόμη γεγονός που πιστοποιεί την ελληνικότητα της αρχαίας αυτής Εκκλησίας είναι η διασωθείσα φιλολογία.
Η ελληνόφωνη Εκκλησία της Ρώμης κατά το τελευταίο τέταρτο του 1ου μ.Χ. αιώνα ήταν ήδη «αξιόθεος», δηλαδή «αντάξια του Θεού»[3], διότι η «Ρωμαίων Εκκλησία» ενσωμάτωσε όλη την κληρονομιά της αποστολικότητας του Πέτρου και του Παύλου και από αυτήν προέκυψε το καθήκον να υπερασπίζεται ως «πρωτοκάθεδρη» με κύρος τις αλήθειες της πίστης και της παράδοσης[4]. Επομένως, η καταξίωσή της δεν οφειλόταν στο μέγεθός της ή στο ότι ήταν η Εκκλησία της πρωτεύουσας και στο ότι περιλάμβανε πολλούς πιστούς, αλλά στην προέλευση και την αποστολική καταβολή της, όπως και στο οργανωτικό πνεύμα της, που διασφάλιζε την ευστάθεια και την ευταξία της [5].
Η ευθύνη της έγκυρης στήριξης της πίστης και της τάξης, μετά τους επισκόπους Ρώμης Λίνο (64/67-76/79) και Ανέγκλητο ή Ανάκλητο (76/79-88/91), διαβιβάσθηκε, σύμφωνα με τους αρχαίους καταλόγους του Ηγησίππου[6], στον τρίτο διάδοχο των κορυφαίων αποστόλων, τον ελληνομαθέστατο επίσκοπο Φλάβιο Κλήμεντα (88/91-97/100), που θεώρησε καθήκον εξ ονόματος της Εκκλησίας του να αναλάβει πρωτοβουλία παρέμβασης για την επίλυση ενός σοβαρού εσωτερικού προβλήματος του εκκλησιαστικού σώματος της Κορίνθου, όταν αμφισβητήθηκε η μονιμότητα της διακονίας του «Πρεσβυτερίου» της από νεώτερα «λαϊκά» μέλη της.
Έτσι, «η μεγάλη τε και θαυμασία» κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας (Εκκλησιαστική Ιστορία, Γ’ ιστ’ 16′) επιστολή του Κλήμη είναι γραμμένη στα Ελληνικά. Παράλληλα, στη Ρώμη γράφτηκε στα Ελληνικά, περί τα μέσα του 2ου αιώνα, το λεγόμενο Αποστολικό Σύμβολο[7]. Εκτός από τα έργα του Κλήμη και του Ερμά, συγγραφέα του έργου «Ο Ποιμήν» και αδελφού του πάπα Πίου, διασώθησαν και άλλα έργα, όπως η επιστολή του Ιγνατίου Αντιοχείας (68-107) προς την Εκκλησία της Ρώμης και η επιστολή του επισκόπου Ρώμης Σωτήρα (166-174) προς την Εκκλησία της Κορίνθου, οι οποίες επίσης γράφτηκαν στα Ελληνικά.
Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας αναγνωρίζεται ως ο κορυφαίος εκφραστής του δημόσιου αισθήματος της αρχαϊκής Εκκλησίας για την αποστολική λειτουργία της Εκκλησίας της Ρώμης, την οποία αναγνωρίζει ως «πρωτοκάθεδρη της αγάπης», όχι μόνο για τη φιλάνθρωπη αλληλεγγύη της, αλλά κυρίως για τη στοργική επιστασία της σε κάθε είδους ποιμαντική και διοικητική ανάγκη των «περιοικουσών» Εκκλησιών. Έτσι, δεν άργησε να τιμηθεί η καθέδρα του επισκόπου Ρώμης, ως η «ύπατη αποστολική αρχή» για τη στήριξη της πίστης και της παράδοσης, και να εξαρθεί η λειτουργία της ως «ο τόπος των Αποστόλων» και ως κεντρικού «στύλου» του ιερού θεσμού της Εκκλησίας.
Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, καμία άλλη Εκκλησία δεν επιχείρησε να την υποκαταστήσει ή να της απευθύνει νουθεσίες, παραινέσεις ή ελέγχους, ώστε να κλονισθεί η αποστολική αυθεντία της. Η εξαιρετική προέλευση και τα έργα της αλληλεγγύης αυτής της Εκκλησίας ενίσχυσαν το κύρος της στην υπεράσπιση της αποστολικής παράδοσης για τα σοβαρά θέματα του «συνεορτασμού του Πάσχα» και του αναβαπτισμού των «αιρετικών».
Οι απολογητές Ιουστίνος (πεθ. 165) και Τατιανός (120-172), που ήταν εγκατεστημένοι στη Ρώμη, έγραψαν στα Ελληνικά, όπως Ελληνικά έγραψαν γνωστοί και μεγάλοι αιρετικοί συγγραφείς, εγκατεστημένοι στη Ρώμη, και στα Ελληνικά αντιμετωπίσθηκαν τόσο από τον Ιουστίνο όσο και από τον γνωστό Σμυρναίο επίσκοπο Λουγδούνου (Λυών) Ειρηναίο (140 – 202, επίσκοπος το 178). Ο Barnard[8] γράφει σαφώς ότι «μέχρι του τέλους του 2ου αιώνα η Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν κυρίως ελληνόφωνη και στη σύνθεσή της ανατολική. Τα ονόματα των επισκόπων είναι ελληνικά ή ανατολικά. Οι επιγραφές επί των παπικών τάφων ήταν κυρίως στην ελληνική ως το τέλος περίπου του 3ου αιώνα, ενώ η χρήση της ελληνικής στη λειτουργία συνεχίσθηκε ακόμη περισσότερο».
Η ελληνική γλώσσα, όπως εύστοχα σημειώνει ο αρχιεπίσκοπος πρώην Θυατείρων και Μ. Βρετανίας, μητροπολίτης Πισιδίας Μεθόδιος (Φούγιας) (1924-2006), στο εξαίρετο και βαθυστόχαστο έργο του «Έλληνες και Λατίνοι» (σελ. 53), ήταν παράγοντας μεγάλης σπουδαιότητας για την ενότητα της Εκκλησίας της Ρώμης με τις άλλες Εκκλησίες, διότι η λατινική ήταν ανεπαρκής για να εκφράσει τις μεταφυσικές αναζητήσεις της ελληνικής φιλοσοφίας. Μία παράγραφος του Αουλου Γέλλιου (Aulus Gellius), σημειώνει ο Η. Milman[9], απεικονίζει την ενσυνείδητη ανεπάρκεια της λατινικής να εκφράσει, παρά τις καινοτομίες του Κικέρωνα, τις κομψότατες διδασκαλίες της ελληνικής φιλοσοφίας.
Ένα πρόσθετο στοιχείο που ενισχύει την ελληνικότητα της Εκκλησίας της Ρώμης, και το οποίο κατά τη γνώμη μας έχει παραγνωρισθεί, έγκειται στον τρόπο ανάδειξης του Λίνου ως επισκόπου Ρώμης. Ο Ευσέβιος Καισαρείας είναι σαφής ως προς το ότι ο Λίνος αναδείχθηκε με κλήρωση: «μετά Πέτρον της Ρωμαίων εκκλησίας την επισκοπήν ήδη πρότερον κληρωθείς δεδήλωται» και σε ένα άλλο σημείο: «μετά την Παύλου και Πέτρου μαρτυρίαν, πρώτος κληρούται την επισκοπήν Λίνος»[10]. Η ανάδειξη με κλήρωση στα αξιώματα κάποιας ελληνικής πόλης αποτελούσε την πιο δημοκρατική διαδικασία.
Καίρια το επισημαίνει αυτό ο Αριστοτέλης, όταν δηλώνει: «Λέγον δ’ οίον δοκεί δημοκρατικόν είναι το κληρωτάς είναι τας αρχάς το δ’ αιρετός ολιγαρχικόν»[11], περιγράφοντας τους θεσμούς της αθηναϊκής δημοκρατίας, στους οποίους κυριαρχούσε η κλήρωση. Η διαδικασία αυτή δεν ήταν άγνωστη στην αρχαία Εκκλησία. Η ανάδειξη του Ματθία στη θέση του Ιούδα ως δωδέκατου αποστόλου έγινε με κλήρωση[12], κατά τον τρόπο που προέβλεπε το αθηναϊκό πολίτευμα[13], γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η οργάνωση της Εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ μετά την ανάληψη του Χριστού έγινε με βάση ελληνικά πρότυπα[14].
Το πολιτικό ήθος των Ελλήνων υπεισήλθε στο ήθος και της Εκκλησίας της Ρώμης. Αξίζει να επισημανθεί ότι πριν από την αρχιερατεία του Σωτήρα (166-174), οι προεστώτες της εκκλησίας της Ρώμης ήσαν πρεσβύτεροι, όπως σαφώς προκύπτει από τις επιστολές του Ειρηναίου προς τον επίσκοπο Ρώμης Βίκτωρα, όταν του γράφει «οι προ σου πρεσβύτεροι», και προς τον επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο «λέγοντα, την συνήθειαν των προ αυτού πρεσβυτέρων οφείλειν κατέχειν»[15]. Η λεπτομέρεια αυτή μπορεί να εκληφθεί ως τάση οργάνωσης της Εκκλησίας κατά το δημοκρατικό ήθος των Ελλήνων[16].
Η λατινική παράδοση εγκαινιάσθηκε στην Εκκλησία της Ρώμης όχι από Ρωμαίους, αλλά από Αφρικανούς Χριστιανούς. Έτσι, όταν ο Ευσέβιος Καισαρείας γράφει περί του Νοβάτου, του βίου και της αίρεσής του, αναφέρεται στην επιστολή του Κορνηλίου Ρώμης (251-252) προς τον Αντιοχείας Φάβιο (252-255) που γράφτηκε στα Ελληνικά[17], ενώ θεωρεί ως εξαιρετική και άξια μνείας την επιστολή του αγίου Κυπριανού (248/9-258) που γράφτηκε στα Λατινικά: «Ρωμαϊκή φωνή συντεταγμέναι, Κυπριανού και των αμ’ αυτώ κατά την Αφρικήν».
Μόλις περί τα μέσα του 3ου αιώνα υποχώρησε η ελληνική επιρροή στην Εκκλησία της Ρώμης, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως εξαφανίσθηκε η συμβολή της στη δημιουργία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, διότι εάν δεν προϋπήρχε, δεν θα δινόταν η ευκαιρία στους Τερτυλλιανό, Αρνόβιο και Νοβατιανό να γράψουν χριστιανικά κείμενα στα Λατινικά.
Ο πλούτος όμως της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας της Ρώμης μέχρι την εποχή του Ευσέβιου αποκαλύπτει και την κοινωνική κατάσταση των Ελλήνων μελών και ηγετών της. Αυτό το δηλώνει ο επίσκοπος Κορίνθου Διονύσιος, ο οποίος γράφοντας στα Ελληνικά στον επίσκοπο Ρώμης Σωτήρα, του αναφέρει ότι «εξ αρχής γαρ υμίν έθος εστίν τούτο» και «το μέχρι του καθ’ ημάς διωγμού (δηλ. του Δεκίου, 249-251) φυλαχθέν Ρωμαίων έθος», και του υπογραμμίζει τον ελεήμονα και ευεργετικό ρόλο της Εκκλησίας προς τις άλλες Εκκλησίες («πάντας μεν αδελφούς ποικίλως ευεργετείν εκκλησίαις τε πολλαίς ταις κατά πάσαν πόλιν εφόδια πέμπειν, ώδε μεν την των δεομένων πενίαν αναψύχοντας, εν μετάλλοις δε αδελφοίς υπάρχουσιν επιχορηγούντας δι’ ων πέμπετε αρχήθεν εφοδίων πατροπαράδοτον έθος Ρωμαίων Ρωμαίοι φυλάττοντες»)[18].
Εκείνος όμως που καθιέρωσε κηρύγματα στη λατινική γλώσσα ήταν ο πάπας Λέων Α’ (440-461), ο οποίος στερέωσε τον λατινικό χαρακτήρα της Εκκλησίας της Ρώμης[19]. Αναμφισβήτητα υπήρξε μέγας, δεδομένου ότι διέσωσε τη Ρώμη τόσο από τον Αττίλα όσο και από τον Γιζέριχο, εγκαινιάζοντας παράλληλα το παπικό πρωτείο, το οποίο στήριξε σε ομιλίες του κατά την επέτειο της μνήμης του αποστόλου Πέτρου, κατά τις επετείους της εκλογής του στο παπικό αξίωμα και στις επιστολές που έστελνε στις Εκκλησίες της Αφρικής, του Ιλλυρικού, της Γαλλίας, στον πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκορο, στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιο και στους αυτοκράτορες Μαρκιανό και Πουλχερία, εκθέτοντας τις απόψεις του για τον επίσκοπο Ρώμης ως «primus omnium episcoporum» και δηλώνοντας ότι σ’ αυτόν μεταβιβάζεται η «plenitudo potestatis», η «solicitudo omnium pastorum» και η «communis cura universalis ecclesiae»[20]. Πρόκειται για εκφράσεις και συμπεριφορές που απομάκρυναν την Εκκλησία της Ρώμης όχι μόνο από τους Έλληνες της Ρώμης, αλλά απ’ όλη την Ανατολική Εκκλησία.
Έλληνες Πάπες
Ως ένας από τους πρώτους Έλληνες επισκόπους της Εκκλησίας της Ρώμης φέρεται ο Ανάκλητος ή Ανάγκλητος (76/79-88/91), ο διάδοχος του Λίνου, ο οποίος ήταν Αθηναίος. Διάδοχός του υπήρξε ο Κλήμης. Τρίτος επίσκοπος Ρώμης, σύμφωνα με τον Ειρηναίο, ήταν ο Ευάρεστος που διετέλεσε επίσκοπος της επτάλοφης πόλης, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, από το δωδέκατο έτος της βασιλείας του Δομιτιανού μέχρι το τρίτο του Τραϊανού, δηλαδή από το 97 μέχρι το 105 μ.Χ.[26]
Η πληροφορία ότι ο Κλήμης καταγόταν από τον αυτοκρατορικό οίκο των Φλαβίων, έχει κριθεί ανυπόσταστη[27]. Σύμφωνα με την παράδοση, πρόκειται για τον συνεργάτη του αποστόλου Παύλου στην κοινότητα των Φιλιππησίων, άποψη που αποδέχεται ο Ωριγένης[28], θεωρείται όμως απίθανη, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται από τον Ειρηναίο, ο οποίος αναφέρει ως βοηθό του αποστόλου τον Λίνο[29]. Η είδηση του μαρτυρικού θανάτου του με την πρόσδεση άγκυρας στον λαιμό του, στο λιμάνι της Χερσώνας, δεν φαίνεται ακριβής, δεδομένου ότι ο Ειρηναίος δεν αναφέρει κάτι τέτοιο και ότι ο Ευσέβιος κάνει λόγο για φυσικό θάνατό του[30]. Ο Κλήμης είναι ο συγγραφέας των δύο περίφημων επιστολών προς τους Κορινθίους.
Επόμενος Έλληνας πάπας μετά τον Ευάρεστο ήταν ο Τελεσφόρος (125-136), του οποίου η θητεία συνέπεσε με τη βασιλεία του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138)[31]. Με ελληνική καταγωγή (γεννήθηκε στον Τάραντα της Μεγάλης Ελλάδας), πολέμησε τις αιρέσεις των Γνωστικών και εισήγαγε πολλές λατρευτικές διατάξεις, όπως τη νηστεία της Σαρακοστής, την καθιέρωση τριών λειτουργιών κατά τα Χριστούγεννα (ανάλογα με την επιθυμία του ιερέα) και τη θέσπιση του ύμνου «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» κατά τη θεία λειτουργία. Μαρτύρησε δι’ αποκεφαλισμού («ός και ενδόξως εμαρτύρησεν», γράφει ο Ειρηναίος Λουγδούνου)[32].
Τον Τελεσφόρο διαδέχθηκε ο Υγίνος ο οποίος, σύμφωνα με παλαιές πηγές, φέρεται ως Αθηναίος[33]. Η αρχιερατεία του διήρκεσε από το 136 έως το 140, ή, σύμφωνα με τον Ευσέβιο Καισαρείας, από 148 έως το 142. Απεβίωσε κατά το «τέταρτον της επισκοπής έτος»[34]. Η περίοδος της αρχιερατείας του συμπίπτει με τη μακρά ειρηνική και εποικοδομητική περίοδο διακυβέρνησης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον Αντώνιο Πίο (138-161).
Στον Υγίνο αποδίδονται αρκετές εκκλησιαστικές, λατρευτικές και θεολογικές οδηγίες, όπως ο προσδιορισμός των μικρών βαθμών του ιερατείου, η ονομασία των ιερατικών οφφικίων, η επιβεβαίωση ότι η πληρότητα του ιερατείου περιέχεται μόνον στο επισκοπικό αξίωμα, η άποψη ότι οι επίσκοποι μαζί με τον πάπα αποτελούν τη διδάσκουσα Εκκλησία, η θέσπιση αναδόχων για το βάπτισμα των κατηχούμενων.
Ξεχωριστή είναι η περίπτωση του Ελευθέρου ή Ελευθερίου (που αναφέρεται ως «δωδέκατος από των αποστόλων»), Έλληνα την καταγωγή από τη Νικόπολη της Ηπείρου[35]. Η Νικόπολη, ιδρυμένη από τον Αύγουστο σε ανάμνηση της νίκης του επί του Αντωνίου στη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.), αποτελούσε σημαντικό κέντρο της Δυτικής Ελλάδας. Η χριστιανική Εκκλησία της Νικόπολης ιδρύθηκε από τον απόστολο Παύλο, και γι’ αυτό τον λόγο ακόμη και σήμερα η Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης αναγνωρίζεται ως αποστολική. Από πληροφορία του Ηγησίππου (που αναφέρεται στην προς Κορινθίους επιστολή του Κλήμεντα Ρώμης), συνάγεται ότι ο Ελεύθερος υπήρξε διάκονος του Ανικήτου (τον Ανίκητο διαδέχθηκε ο Σωτήρ από την Καμπανία (166-175) και αυτόν ο Ελεύθερος).
Ο Ελεύθερος ποίμανε την Εκκλησία κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Μάρκου Αυρηλίου (168-180) και του γιου του Κόμμοδου (180-192). Παρά το γεγονός ότι ο Κόμμοδος δεν είχε τις αρετές του πατέρα του, κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του, σύμφωνα με τον Ευσέβιο Καισαρείας, «η κατάσταση των Χριστιανών βελτιώθηκε και, θεία βουλήσει, η ειρήνη επεκτάθηκε σε όλες τις Εκκλησίες της αυτοκρατορίας. Ο λόγος της σωτηρίας άρχισε να ελκύει τις καρδιές των ανθρώπων κάθε κοινωνικής τάξης και εκτενώς δόξαζαν τον Πλάστη του Σύμπαντος, έτσι ώστε στη Ρώμη πολλοί επιφανείς άνθρωποι με ολόκληρη την οικογένειά τους αγκάλιαζαν τη διδασκαλία της σωτηρίας»[36]. Η αρχιερατεία του Ελεύθερου συνέπεσε με την αίρεση του Μοντανισμού και με τους διωγμούς του Μάρκου Αυρηλίου (177-178) κατά των Χριστιανών.
Ο επόμενος Έλληνας επίσκοπος Ρώμης ήταν ο Αντέρως, ο οποίος εποίμανε την Εκκλησία επί 43 ημέρες (29/11/235-3/1/236).
Η ποιμαντορία της ρωμαϊκής Εκκλησίας από τον αθηναϊκής καταγωγής Σίξτο (30/8/257-6/8/258) σημαδεύθηκε από ένα διάταγμα του Βαλεριανού (τον Αύγουστο του 257), το οποίο θεωρούσε τη χριστιανική θρησκεία παράνομη, υποχρέωνε τον κλήρο να θυσιάζει στους θεούς και απαγόρευε στους Χριστιανούς να συγκεντρώνονται στις κατακόμβες[37].
Ο Ευσέβιος Καισαρείας[38] εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ο Βαλεριανός άλλαξε τακτική έναντι των Χριστιανών και, ενώ στην αρχή ήταν ανεκτικός, στη συνέχεια έγινε εχθρός τους. Μεταξύ των μαρτύρων αυτού του διωγμού συγκαταλέγεται ο Κυπριανός, επίσκοπος Καρθαγένης (13/9/257), αλλά και ο ίδιος ο Σίξτος (6/8/258). Βραχεία υπήρξε και η ποιμαντορία της Εκκλησίας της Ρώμης από τον Ευσέβιο (18/4/309 ή 310 – 17/8/309 ή 310), ο οποίος βρέθηκε ενώπιον των δραματικών καταστάσεων της εποχής του Κωνσταντίνου, του Λικίνιου και του Μαξέντιου.
Η ποιμαντορία της έδρας του αποστόλου Πέτρου από τον Έλληνα Ζώσιμο (από την Καππαδοκία) (18/3/417-26/12/418) χαρακτηρίζεται από τη στάση του έναντι της αίρεσης του πελαγιανισμού (η οποία είχε καταδικασθεί από τον προκάτοχό του Ιννοκέντιο Α’), καθώς και από την έκδοση εγγράφου σχετικού με την αμαρτία, το οποίο ο ιερός Αυγουστίνος επαινεί για τη σαφήνειά του.
Ο Ζώσιμος αγωνίσθηκε για την επιβολή πειθαρχίας στον κλήρο, την κατάργηση της δουλείας και των ανήθικων θεαμάτων. Επιπλέον κατόρθωσε να επιβάλει τα δικαιώματα της Αποστολικής Έδρας στους επισκόπους της Αφρικής[39].
Ρωμαίος, αλλά ελληνικής καταγωγής, ήταν ο Βονιφάτιος Γ’ (19/2/607 -12/11/607), ο οποίος είχε διατελέσει αποκρισάριος του πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου (590-604), του επονομαζόμενου Διαλόγου, λόγω του συγγραφικού του έργου στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Ιεροσολυμίτης, Έλληνας πάπας, Θεόδωρος Α’ (642-649) τάχθηκε κατά της αίρεσης του μονοθελητισμού και υιοθέτησε τον τίτλο «πατριάρχης της Δύσεως». Ο Κύπρου Σέργιος του απέστειλε εγκάρδιο γράμμα, στο οποίο τον αποκαλεί «στήριγμα θεοπαγές και ασάλευτον, και στηλογραφίαν διαφανή της πίστεως… την σην αποστολικήν καθέδραν ιδρύσατο Χριστός ο Θεός ημών. Συ γαρ… υπάρχεις Πέτρος, και τω σω θεμελίω της Εκκλησίας οι στύλοι πεπήγασι»[40].
Από τη Μικρά Ασία, και ειδικότερα από την Έφεσο, καταγόταν ο Ιωάννης ΣΤ’ (30/10/701 – 11/1/705), του οποίου η διαποίμανση χαρακτηρίσθηκε από σύνεση και από το ειρηνοποιό του πνεύμα. Δύο επιτεύγματα ιστορικής σημασίας καταγράφονται στο ενεργητικό του. Πρώτον, η συνετή του στάση έναντι του αξιωματούχου Θεοφύλακτου, Βυζαντινού έξαρχου στην Ιταλία, που κατευθυνόταν στη Ρώμη με κακές προθέσεις και τον οποίο ο Ιωάννης κατόρθωσε να τον κατευνάσει ώστε να μην καταστρέψει την πόλη. Δεύτερον, η σωτηρία και η αποσόβηση του κινδύνου των επαρχιών της Ν. Ιταλίας από τον δούκα των Λογγοβάρδων Γκισούλφο Μπαμπάρδο[41].
Τον Ιωάννη ΣΤ’ διαδέχθηκε ο γεννημένος στην Καλαβρία Έλληνας Ιωάννης Ζ’ (1/3/705 – 18/10/707), ο οποίος άφησε αγαθή μνήμη για τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας και για τη φροντίδα του να στολίσει τη Ρώμη με μνημεία.
Στον Έλληνα πάπα Ζαχαρία (10/12/741 – 22/3/752) οφείλεται η μετάφραση από τα Λατινικά στα Ελληνικά των τεσσάρων βιβλίων «Διάλογοι του πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου» (590-604), καθώς και η στέψη του Πιπίνου του Βραχέος ως βασιλέα των Φράγκων (751), πράξη που εγκαινίασε τη δυνατότητα των παπών να στέφουν και να καθαιρούν τους Φράγκους βασιλείς διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ιερότητα αυτής της πράξης από τους Φράγκους[42].
Στην ιστορική αναδρομή των Ελλήνων που ποίμαναν την αποστολική έδρα του Πέτρου πρέπει να προσθέσουμε δύο στοιχεία. Πρώτον, την αναγνώριση της σημαντικής συμβολή της Ρώμης κατά την Εικονομαχία, δεδομένου ότι στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια, 24/9-23/10/787) μετείχαν ως εκπρόσωποι του πάπα Αδριανού Α’ (772-795) δυο τοποτηρητές του, ο πρωτοπρεσβύτερος Πέτρος στη βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη και ο Έλληνας ηγούμενος Πέτρος «ελληνικής» μονής του Αγίου Σάββα στη Ρώμη[43]. Δεύτερον, το γεγονός ότι ο πάπας Ιωάννης Α’ (523-526) ήταν ο πρώτος πάπας που επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη, τον Μάρτιο του 524. Παράλληλα, υπήρξε ο πρώτος και τελευταίος πάπας που έστεψε Βυζαντινό αυτοκράτορα, τον Ιουστίνο Α’, το Πάσχα (19 Απριλίου) του 524, όταν λειτούργησε «λατινίδι τη φωνή» στη δεύτερη βασιλική της του Θεού Σοφίας, του Θεοδοσίου Β’.
Αλέξανδρος Ε’: Ο τελευταίος Έλληνας πάπας
Για την πολυκύμαντη και πολυσχιδή δραστηριότητα του πάπα Αλεξάνδρου Ε’ κάνει λόγο ο Μάρκος Ρενιέρης (1815-1897). Ο Πέτρος Φιλάργης είχε γεννηθεί στην Κρήτη περί το 1340[44]. Προφανώς δεν είχε οικογένεια και έλαβε το όνομα Πέτρος από τον Χάνδακα. Διδάχθηκε Λατινικά από έναν Μινορίτη μοναχό. Ως Φραγκισκανός μοναχός στην Κρήτη το 1357, στάλθηκε από το ισχυρό τάγμα του Αγίου Φραγκίσκου στην Πάδοβα, φοίτησε στο εκεί πανεπιστήμιο και συνέχισε τις σπουδές του στη Θεολογία στα περίφημα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και των Παρισίων, όπου αναγορεύθηκε διδάκτωρ, διδάσκοντας μάλιστα επί ένα διάστημα. Στο συγγραφικό του έργο συγκαταλέγονται σχόλια στα Sententiae του Πέτρου του Λομβαρδού[45].
Εγκατέλειψε όμως την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία όταν το 1378 εκδηλώθηκε στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας το μεγάλο σχίσμα και όλοι οι οπαδοί του πάπα Ουρβανού ΣΤ’ εκδιώχθηκαν από το Πανεπιστήμιο των Παρισίων. Το 1384 μετέβη στην Παβία, το 1386 εξελέγη επίσκοπος Πιατσέντσας και το 1388 επίσκοπος Βιτσέντσας. Παράλληλα γνώρισε τον Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι και έγινε πολιτικός του σύμβουλος, μετέχοντας σε διπλωματικές αποστολές στην Πράγα.
Με την υποστήριξη του Βισκόντι αναδείχθηκε αρχιεπίσκοπος Μεδιολάνων το 1402. Αν και στενά συνδεδεμένη με την Αυλή της Γαλλίας (λόγω του μεγάλου σχίσματος στο εσωτερικό της), η οικογένεια Βισκόντι δεν είχε εντούτοις εγκαταλείψει και τον ποντίφηκα της Ρώμης. Πάπας στην Αβινιόν ήταν ο Βενέδικτος ΙΓ’, ενώ στη Ρώμη ο Ιννοκέντιος Ζ’, ο οποίος επιζητούσε τη φιλία των Βισκόντι και του Πέτρου Φιλάργη. Από τότε ο Φιλάργης έγινε ιδιαίτερα σημαίνον πρόσωπο για την παπική Αυλή. Το 1405 τιμήθηκε με τον τίτλο του καρδιναλίου και στάλθηκε ως πρεσβευτής στη βόρεια Ιταλία, όπου συνασπίσθηκε με τους υπόλοιπους καρδιναλίους προγραμματίζοντας σύνοδο για να επιτευχθεί η ένωση της Καθολικής Εκκλησίας.
Στις 25 Μαρτίου 1409 άρχισε η Σύνοδος της Πίζας, κατά την οποία ο Πέτρος Φιλάργης αναδείχθηκε εξαιρετικά δραστήριος. Στις 26 Ιουνίου 1406 εκλέχθηκε πάπας, έχοντας εξασφαλίσει τα δύο τρίτα του κονκλαβίου. Έλαβε το όνομα Αλέξανδρος Ε’ και όφειλε πλέον να φροντίσει για την ειρήνη του Καθολικού κόσμου, και για την καλή λειτουργία της μηχανής της παπικής εξουσίας, με όραμα την Ένωση της Ορθόδοξης με την Καθολική Εκκλησία. Ως Φραγκισκανός, προώθησε αμέσως βούλλες (προνόμια) υπέρ του τάγματός του, ελπίζοντας ίσως ότι οι Φραγκισκανοί θα ανανέωναν το εκκλησιαστικό σώμα.
Ο Αλέξανδρος Ε’ επιθυμούσε το τέλος του σχίσματος μεταξύ της Αβινιόν και της Ρώμης. Αναγνωρίσθηκε από πολλές ιταλικές πόλεις, από τη Γαλλία, την Αγγλία, ένα τμήμα της Γερμανίας και από τη Βοημία. Ο σπουδαιότερος αντίπαλός του ήταν βέβαια η ίδια η Ρώμη. Μετά από οκτώ μήνες, την 1η Μαΐου 1410, η Ρώμη έπεσε και ο Αλέξανδρος Ε’ θα μπορούσε να εγκατασταθεί εκεί ως πνευματικός ηγέτης της παπωσύνης με τη δύναμη των όπλων. Τελικά όμως δεν κατόρθωσε να εισέλθει στη Ρώμη. Ασθένησε στην Μπολώνια, απεβίωσε στις 4 Μαΐου 1410 και ετάφη στο κοιμητήριο του τάγματος των Φραγκισκανών.
Ευαίσθητος στις πράξεις συμφιλίωσης, ο Μάρκος Ρενιέρης υπογραμμίζει ιδιαίτερα τη διαλλακτική στάση του Αλεξάνδρου και τις προσπάθειές του να κατευνάσει τα πάθη και να συμβιβάσει τα πνεύματα στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Ρενιέρης θέλησε να προβάλει στο πρόσωπό του τις αστείρευτες δυνάμεις του Ελληνισμού ο οποίος, αν και κάτω από ξένη κυριαρχία, κατόρθωσε, παρά τις εθνικές αντιξοότητες, να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στη Δύση[46].
Αντίστοιχη είναι η περίπτωση του επίσης Κρητικού Οικουμενικού πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρι (1572-1638), ο οποίος με σπάνιες ικανότητες, οπλισμένος με μόρφωση, παρρησία και μεγαλειώδες παράστημα, υπηρέτησε τον Ελληνισμό στις πλέον κρίσιμες στιγμές του, κατορθώνοντας να καταστήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο παράγοντα της ευρωπαϊκής πολιτικής. Στις δύο αυτές προσωπικότητες της Κρήτης διέβλεπε ο Ρενιέρης δυνατότητες για την αποκατάσταση της Ένωσης των Εκκλησιών, που αποτελεί μείζον ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.
Διδάκτωρ Κοινωνικών & Οικονομικών
Επιστημών του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης
Περιοδικό, «Ιστορικά θέματα», τεύχος 90, Δεκέμβριος 2009.
Υποσημειώσεις
[1] Π.Ν. Τρεμπέλας, Υπόμνημα εις τας Επιστολάς του Παύλου, Αθήνα 1937, σελ. 10.
[2] Μεθόδιος Φούγιας, Έλληνες και Λατίνοι, Εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1994, 48-54 (β’ έκδ.).
[3] Ιγνάτιος Αντιοχείας, Προς Ρωμαίους Ι 6-9, στη σειρά Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων, τ. Β’, Αθήνα 1955.
[4] Ειρηναίος, Κατ’ Αιρέσεων 3,33.
[5] Αριστείδης Πανώτης, Το Συνοδικόν της εν Ελλάδι Εκκλησίας, τ. Α’ (50 μ.Χ. -1850), Εκδ. Σταμούλης, Αθήνα 2008, σελ.69.
[6] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Δ’ 51,5.
[7] Α. Hahn et al., Bibliothek der Symbole und Glaubensregeln der alten Kirche, Μπρεσλάου 1897 (ανατ. G. Olms, Χίλντεσχαίμ 1962), 22-23.
[8] L. W. Barnard, Studies in Church History and Patristics, Θεσσαλονίκη 1978, 26 (στη σειρά Analekta Vlatadon, αρ. 26).
[8] L. W. Barnard, Studies in Church History and Patristics, Θεσσαλονίκη 1978, 26 (στη σειρά Analekta Vlatadon, αρ. 26).
[9] Η. Milman, History of Latin Christianity; including that of the Popes to the Pontificate of Nicholas V, τ. I, Λονδίνο 1857 (β’ έκδ.), σελ. 31, σε σημείωση.
[10] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία Γ’ 4,8, και Γ’ 1,2, αντίστοιχα.
[10] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία Γ’ 4,8, και Γ’ 1,2, αντίστοιχα.
[11] Αριστοτέλης, Πολιτικά Δ’ 9, 1294 β 8-9.
[12] Πράξεις των Αποστόλων α’ 23-26.
[13] Για τη σύνδεση της αρχαίας ελληνικής πρακτικής της κλήρωσης με την εκκλησιαστική παράδοση βλ. Χ. Π. Μπαλόγλου, «Η άμεση δημοκρατία στην εκλογή επισκόπων και ο τελευταίος Έλλην πάπας», Η Νέα Πολιτική, τχ. 19, Μάιος 2007, σελ. 61, του ιδίου, «Εναλλακτική πρόταση για την εκλογή επισκόπων», Το Βήμα, Μ. Παρασκευή 25 Απριλίου 2008, σ. Α10, του ιδίου, «Η εκλογή επισκόπων και η αρχαία ελληνική δημοκρατία», Η Νέα Πολιτική, τχ. 34, Οκτώβριος 2008, 39-40.
[14] Ιωάννης (Ζηζιούλιας) Περγάμου, Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η συνάντηση δυο κόσμων, Εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2008 (β’ έκδ.), σελ. 127.
[15] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ε’ 24,15 και 24,16 αντίστοιχα.
[16] Αρχιμ. Βασ. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία. Απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Εκδ. Αστήρ, Αθήνα, 1959, σελ. 49, σημ. 7.
[17] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία ΣΤ’ 43 και ΣΤ’ 43, 3, αντίστοιχα.
[18] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Δ’ 23, 9 και 10.
[19] Milman, Α’, 170. Πρβλ. Στεφανίδη, «Οι πάπαι Κελεστίνος Α’ και Λέων ο Α’ εν ταις σχέσεσιν αυτών προς τους Βυζαντινούς αυτοκράτορας και τας υπ’ αυτών συγκαλουμένας οικουμενικάς συνόδους», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 1924.
[20] Φούγιας, σελ. 54.
[21] Π. Νικηφόρος Βιδάλης, Οι Ρωμαίοι Ποντίφικες και το έργο τους, Εκδόσεις Κ.Ε.Ο, Αθήνα, 1994, σελ. 170.
[22] Ch. Diehl, Byzantium. Greatness and Decline, Rutgers Univ. Press, 1957, σσ. 241-50.
[23] Gay, «Quelques remarques sur les papes Grecques et Syriens avant la querelle des Iconoclastes (678-715)», Melanges P. Schlumberger, τ. I, Παρίσι 1924, 40 (αναφ. από τον Φούγια, σελ. 62, σημ. 41).
[23] Gay, «Quelques remarques sur les papes Grecques et Syriens avant la querelle des Iconoclastes (678-715)», Melanges P. Schlumberger, τ. I, Παρίσι 1924, 40 (αναφ. από τον Φούγια, σελ. 62, σημ. 41).
[24] J. Quasten, Patrology, τ. II (1962), 163, Β. Altaner, Patrologie. Leben Schriften und Lehre der Kirchenvaeter, Φράιμπουργκ 1958,183 (5η έκδ.). To ίδιο ισχύει και στους καταλόγους των παπών που έχει συντάξει ο αρχιμ. Βασ. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, σσ. 802-4.
[25] Πανώτης, σσ. 252-3.
[26] Ειρηναίος, Έλεγχος 3,3,3, Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Γ’ 15, 34.
[27] Για τη σχετική επιχειρηματολογία βλ. Δ. Μπαλάνο, Πατρολογία, τ. Α’, Αθήνα 1930, σελ. 31 κ.εξ.
[28] Απ. Παύλος, προς Φιλιππησίους δ’ 3, Ωριγένης, Εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον εξηγητικών, ΣΤ’ 36.
[29] Δημ. Μπαλάνος, Πατρολογία, σελ. 32, Σωφρόνιος (Ευστρατιάδης) Λεοντοπόλεως, Λεξικόν της Καινής Διαθήκης, Πατριαρχικό Τυπογραφείο, Αλεξάνδρεια, 1910 (ανατ.: Αθήνα, εκδ. Πελεκάνος, 2001), σελ. 436.
[30] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Γ’ 34.
[30] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Γ’ 34.
[31] Ο όρος «πάπας» προέρχεται από το αραμαϊκό Abba (ab στην εβραϊκή), που σημαίνει πατέρας. Ο τίτλος του πάπα προσλήφθηκε για πρώτη φορά από τον πειθαρχικό και αυστηρό επίσκοπο Ρώμης Σιρίκιο (384-399), αλλά η τακτική χρήση του άρχισε επί, επισκόπου Ρώμης Αγαπητού (535-536): Πανώτης, σα. 151, 220, σημ. 26.
[32] Ειρηναίος, Κατά των αιρέσεων Γ 3,3. Πρβλ. Ευσέβιο, Εκκλησιαστική Ιστορία, Δ’ 10, Ε’ 6,4.
[32] Ειρηναίος, Κατά των αιρέσεων Γ 3,3. Πρβλ. Ευσέβιο, Εκκλησιαστική Ιστορία, Δ’ 10, Ε’ 6,4.
[33] Π. Νικηφόρος Βιδάλης, Οι Ρωμαίοι ποντίφικες, σελ. 57.
[34] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία Δ’ 10, 11, 6.
[35] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία Ε’ (πρόλογος) 1. Ε 3,4, Π. Χρήστου, «Ο Έλλην πάπας Ελεύθερος (175-189)», Ηπειρωτικό Ημερολόγιο Β’ (1980).
[36] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία Ε 3,4, 4,1, Ε 21,1.
[37] Π. Νικηφόρος Βιδάλης, Οι Ρωμαίοι, σελ. 73.
[37] Π. Νικηφόρος Βιδάλης, Οι Ρωμαίοι, σελ. 73.
[38] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ’ 10.
[39] Π. Νικηφόρος Βιδάλης, Σελ. 94.
[40] Πανώτης, Το Συνοδικόν, σελ. 229.
[41] Π. Νικηφόρος Βιδάλης, 150-1.
[42] Π. Νικηφόρος Βιδάλης, σελ. 160.
[43] Β. Σταυρίδης, Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος Νίκαια (β’), Θεσσαλονίκη 1987, Πανώτης, 262-5.
[44] Μ. Ρενιέρης, Ιστορικαί Μελέται. Ο Έλλην Πάπας Αλέξανδρος Ε’. Η εν Βασιλεία Σύνοδος, σσ. 1-105, κεφ. Ι-Θ.
[45] Fr. Ehrle, Der Sentenzenkommentar Peters von Candia, des Pisaner Papstes Alexander V (1925) (αναφ. από τον Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, 562-3).
[46] Ρωξάνη Α. Αργυροπούλου «Μάρκος Ρενιέρης: Η ρομαντική ιστοριογραφία στην φιλοσοφική της θεώρηση», Μ. Ρενιέρη, Ιστορικαί Μελέται, σσ. ξα’- πγ’.
[46] Ρωξάνη Α. Αργυροπούλου «Μάρκος Ρενιέρης: Η ρομαντική ιστοριογραφία στην φιλοσοφική της θεώρηση», Μ. Ρενιέρη, Ιστορικαί Μελέται, σσ. ξα’- πγ’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου