Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ
Ανεκτίμητη είναι η συμβολή των εξόριστων Ελλήνων λογίων κατά την Αναγέννηση: η Δύση τούς οφείλει τη γνωριμία τους με τους Έλληνες κλασσικούς, η Ελλάδα την ίδια της την εθνική συνείδηση. Όμως ανάμεσα σ' αυτούς τους δασκάλους, σχολιαστές κι εκδότες των αρχαίων υπάρχει κι ένας ποιητής: ο Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης.
Ο Μάρουλλος γεννήθηκε από παλιά αριστοκρατική οικογένεια στην Κωνσταντινούπολη λίγο πριν την άλωσή της. Μετά την πτώση της βυζαντινής πρωτεύουσας, εκπατρίστηκε με τους γονείς του στην Ιταλία, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε πλάι σε ονομαστούς δασκάλους στη Βενετία. Αργότερα συμμερίστηκε τη μοίρα πολλών Ελλήνων προσφύγων: κατατάχθηκε στα μισθοφορικά τάγματα που συντηρούσαν διάφοροι ηγεμόνες (τέτοια τύχη είχε κι ο Νίκανδρος Νούκιος). Γνώρισε έτσι τη σκληρή ζωή του περιπλανώμενου στρατιώτη (οι 'στρατιώτες' ήταν ιππείς με ελαφρύ οπλισμό). Ενδεχομένως, ως μισθοφόρος έφτασε μέχρι και τη Ρωσία του Ιβάν του τρομερού. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ιταλία και συνδέθηκε με επιφανείς λογίους της Νεάπολης και της Φλωρεντίας, όπου τον πήρε υπό την προστασία του ο Λαυρέντιος των Μεδίκων. Πνίγηκε το 1500 προσπαθώντας να διαβεί έφιππος τον πλημμυρισμένο Καικίνα.
Τα βασικά ποιητικά έργα του Μάρουλλου αποτελούν τέσσερα βιβλία επιγραμμάτων (κατ' ουσίαν, το επίγραμμα ταυτίζεται με το σύντομο λυρικό ποίημα) και τέσσερα βιβλία κοσμολογικών ύμνων (Hymni naturales).
Τα θέματα των ποιημάτων του Μάρουλλου που απαρτίζουν τα βιβλία των επιγραμμάτων του είναι ποικίλα. Τα περισσότερα από αυτά αναφέρονται σε υπαρκτά -σύγχρονα ή παλιότερα- του ποιητή πρόσωπα: σε φίλους ή συγγενείς του, σε γνωστές πνευματικές ή πολιτικές προσωπικότητες της εποχής, αλλά και σε μεγάλες ιστορικές φυσιογνωμίες του παρελθόντος.
Περίοπτη θέση στα επιγράμματα του Μάρουλλου κατέχει η Νέαιρα (ψευδώνυμο υπαρκτής γυναίκας), ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Ο Μάρουλλος ακολουθώντας τα ίχνη, αλλά και τις συμβάσεις, του Κάτουλλου και των Λατίνων ελεγειογράφων αποτυπώνει στην ποίησή του όλες τις φάσεις αυτού του θυελλώδους και βασανιστικού πάθους, που εντούτοις δεν υπήρξε αποκλειστικό. Οι συναισθηματικοί αντιπερισπασμοί αφθονούν: Ροβέρα, Σεπτιμίλλα, Γλυκέρα, Πέτρα. Σε πιο ήπιους τόνους κινούνται τα ποιήματα που έγραψε για τη μνηστή του Αλεξάνδρα Σκάλα. Φαίνεται πως η Κύπρις, πριν ανάψει τις δάδες του Υμεναίου για τον ποιητή μας, είχε ήδη εξαντλήσει τις φλόγες του ιμέρου.
Αν και έγραψε στη λατινική γλώσσα, ο Μάρουλος ανήκει στους πλέον διαπρύσιους κήρυκες τους ελληνισμού, όπως άλλωστε ήταν κι οι περισσότεροι εκπατρισμένοι Έλληνες λόγιοι. Η χαμένη πατρίδα είναι πανταχού παρούσα στον Μάρουλλο: άλλοτε τη θρηνεί κι άλλοτε απευθύνει δραματικές εκκλήσεις στους ισχυρούς της Ευρώπης για την απελευθέρωσή της.
Ο ελληνισμός όμως του Μάρουλλου δεν είναι μόνο εθνικός. Ο Μάρουλλος με τους "Ύμνους του προς την Φύση" προβάλλει, όπως είχε επιχειρήσει λίγο πιο πριν ο Πλήθων, την αρχαία θρησκευτική κοσμοαντίληψη. Δεν έχουμε εν τούτοις έναν επιδερμικό παγανισμό. Ο Μάρουλλος συνδέεται με τον αρχαίο και αναγεννησιακό νεοπλατωνισμό καθώς και με τη μυστικιστική υμνογραφική παράδοση της ύστερης αρχαιότητας, δηλαδή με τους ύμνους του Πρόκλου και των ορφικών. Κατά τον νεοπλατωνισμό, στην κορυφή της πυραμίδας του όντος βρίσκεται το Εν, η θεϊκή αρχή. Το φως της θεότητος διαπερνά και ζωοποιεί βαθμηδόν ολόκληρη τη φύση.
Από την άλλη μεριά, η πανθεϊστική θεωρία του Marsilio Ficino καταργεί την αντίθεση ανάμεσα στην κτίση και τον κτίστη. Η θεότητα είναι η δημιουργούσα αρχή και ταυτόχρονα το ύψιστο τμήμα του παντός. Η διάρθρωση των τεσσάρων βιβλίων των "Ύμνων" ακολουθεί την κατά Mirandola τριπλή ιεραρχική διαβάθμιση του Είναι. Το πρώτο βιβλίο αναφέρεται στις νοητές ιδέες ή στις υπερουράνιες θεότητες, ξεκινώντας από την ύψιστη αρχή, τον IOM (Iupiter Optimus Maximus): «σε σένα αναγνωρίζουμε τον δημιουργό του κόσμου, τον κύριο του αιθέρα, που δεν ορίζει μήτε η αρχή μήτε το τέλος, γιατί είσαι ο ίδιος κι η ζωή κι ο θάνατος.
Εσύ σε όλα βασιλεύεις και κανένας δεν σε κυβερνά, ζεις πάντα στον εαυτό σου και τον χρόνο για τον αιώνα εγκαθιδρύεις... δωρίζεις όλα τα γεννήματα της γης, φτιάχνεις τους νόμους της πανίσχυρης της φύσης, καθοδηγείς τη γη, τη θάλασσα, τον αέρα και τον πόλο, ακινητώντας στη γαλήνη σου τα πάντα μεταβάλλεις και στον θεσπέσιο κόσμο χίλια θαύματα σκορπίζεις». Το δεύτερο και το τρίτο βιβλίο αφιερώνεται στις ουράνιες θεότητες (τον Άρη, τον Κρόνο, την Αφροδίτη κ.τ.λ.). Στην μέση των τεσσάρων βιβλίων βρίσκεται ο ύμνος στον ήλιο, ακριβώς όπως κι ο ήλιος βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου. Το τέταρτο βιβλίο, τέλος, ανυμνεί τις γήινες θεότητες, τα τέσσερα στοιχεία της φύσης: τον αέρα, το νερό, τη γη και τη φωτιά.
Ο Μάρουλλος υιοθετεί επίσης και την νεοπλατωνική ηθική. Ο άνθρωπος έχει εκπέσει από την υπερουράνια πατρίδα του στην φυλακή του σώματος και προσπαθεί να ανέλθει και πάλι στη γενέτειρά του μέσα από την άσκηση και τον καθαρμό: «οι ουρανογεννημένοι εμείς τον τόπο τον γενέθλιο μας αφήσαμε, υπομείναμε τ' αδύναμα, τα γήινα μέλη μας και πρέπει το βαρύ κορμί να συντηρούμε. Γιατί, μόλις στο σκότος βυθιστήκαμε και στην ειρκτή την πνιγηρή μας κι ήπιαμε από το ύδωρ της Στυγός τον ύπνο του θανάτου, από τα διψασμένα στήθη μας φτερούγισεν η ασάλευτη αλήθεια, αντί για πράγματα υπαρκτά σκιές που χάνονται αγκαλιάζουμε… Εμείς, μες σε φαντάσματα μυριάδες και μορφές θηρίων, αδειάσαμε στης Κίρκης το συμπόσιο τ' ανόσια κύπελλα, κυλιόμαστε σε στάβλο βρομερό και πια δεν ατενίζουμε μήτε τον οίκο του πατρός μας μήτε και τον εράσμιο καπνό από τη στέγη της Ιθάκης, μαθημένοι, καιρό τώρα, σε αισχρές μορφές να μεταμορφωνόμαστε».
Αναμφισβήτητα, ο Μάρουλλος ανήκει στους Έλληνες καλλιτέχνες που, ζώντας και δημιουργώντας σε αλλόγλωσσο περιβάλλον, προσπάθησαν να μεταγγίσουν στα έργα τους εκείνο το αρχαιοελληνικό ήθος που συχνά απουσιάζει στους εν Ελλάδι ομοτέχνους τους, δηλαδή σε καλλιτέχνες σαν τον Μωρεάς των "Στροφών" και της "Ιφιγένειας", τον Ξενάκη της "Ορέστειας", με την ακατανόητη στους περισσότερους εμμονή του στην αρχαία προσωδία, και τον Ανδρέα Κάλβο των "Ωδών".
«Μακράν σταθήτε βέβηλοι, να ο Θεός εφάνη!
να οι ναοί εσείσθηκαν εις ταις κρυφαίς σπηληαίς μας,
και το βουνό του Παρνασσού συθέμελον βρυχάται.
Πάλιν εκαταδέχθηκε ο Απόλλων να γυρίση
εις τα παληά λιμέρια του, να ζωντανεύση πάλιν
το σπήλαιον που τώβοσκεν αιώνια σαπίλλα,
πάλιν εμπνέει τας ψυχάς των σοβαρών ανθρώπων
και φωλιαστός 'ς τα σωθικά στρέφει, γεννά τον οίστρον,
οπού ποτίζει την καρδιάν με βακχικήν μανίαν
και την ψυχήν μας συγκινεί, πιέζει και συντρίβει...
Ελάτε ν' αγκαλιάσωμεν τους πατρικούς Θεούς μας,
και πρώτον τον μονογενή που μ' άσβεστον λαμπάδα
τον κόσμον όλον κυβερνά, τον Ήλιον πατέρα...
που το πάθος του εδήλωσε κρυμμένος 'ς την μαυρίλλαν
του σκοταδιού, λοξά θορών τα έργα των κακούργων.
Ούτε η δυστυχία μας, τα θαυμαστά μνημεία,
αι τέχναι μας, αι αρεταί κ' αι θείαι συγγραφαί μας
αυτούς τους συνεκίνησαν! κ' έπεσαν τόσα κάστρα
από φωτιάν και σίδηρον σύρριζα φαγωμένα,
και τόσοι χρυσομάρμαροι ναοί των ουρανίων,
κι άνθρωποι που 'χαν εξ αρχής το κράτος γης, θαλάσσης
εδιώχθησαν, κι από ταις σπηληαίς εδιώξαν τα θηρία,
κι ακόμη, δυστυχής εγώ, Ιερόν ζητώ 'ς τον κόσμον!
Ημείς, οπού το ύστερον ξεθύμασμα της Μοίρας
από πατρίδα εχώρησε και τάφους των γονέων
μένομεν εις παράδειγμα της ανθρωπίνης τύχης.
Αλλ' αν του Βασιλέως μου και του υιού συνάμα
δεν δράμη η βοήθεια, ώ τότε επί τέλους
αι χάριτες ας σβέσωσι της θείας μας της γλώσσης
κι αυταί αι τέχναι ας χαθούν, τα ονόματα τα τόσα,
οπού τα καθιέρωσαν οι κόποι κ' οι αιώνες,
'ς τον βούρκο της λησμονησιάς δια πάντα ας ποντισθώσι,
κι αυτοί εδώ των Πελασγών τα λείψανα ας λάβουν,
και τ' άγια μυστήρια, κι ας φιλοτιμηθώσι
να διασώσουν την τιμήν τοσούτων ονομάτων,
και τα βιβλία που δηλούν τόσους και τόσους κόπους
ψυχών οπού ενίκησαν τον χρόνον και τον Άδην.
Αυτή, ώ πάτερ Ήλιε, θα γίνη η οπλοθήκη
οπού μια 'μέρα την πτωχήν φυλήν θ' αναγεννήση»
(αποσπάσματα από τον «Ύμνο στον Ήλιο» του Μιχαήλ Μάρουλλου, πληθωνιστή «στρατιότο» του 15ου αιώνα, μετάφραση του εθνικού μας ιστορικού Κωνσταντίνου Σάθα - «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος Ζ)
http://www.avgi.gr/StartPageAction.action
Ανεκτίμητη είναι η συμβολή των εξόριστων Ελλήνων λογίων κατά την Αναγέννηση: η Δύση τούς οφείλει τη γνωριμία τους με τους Έλληνες κλασσικούς, η Ελλάδα την ίδια της την εθνική συνείδηση. Όμως ανάμεσα σ' αυτούς τους δασκάλους, σχολιαστές κι εκδότες των αρχαίων υπάρχει κι ένας ποιητής: ο Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης.
Ο Μάρουλλος γεννήθηκε από παλιά αριστοκρατική οικογένεια στην Κωνσταντινούπολη λίγο πριν την άλωσή της. Μετά την πτώση της βυζαντινής πρωτεύουσας, εκπατρίστηκε με τους γονείς του στην Ιταλία, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε πλάι σε ονομαστούς δασκάλους στη Βενετία. Αργότερα συμμερίστηκε τη μοίρα πολλών Ελλήνων προσφύγων: κατατάχθηκε στα μισθοφορικά τάγματα που συντηρούσαν διάφοροι ηγεμόνες (τέτοια τύχη είχε κι ο Νίκανδρος Νούκιος). Γνώρισε έτσι τη σκληρή ζωή του περιπλανώμενου στρατιώτη (οι 'στρατιώτες' ήταν ιππείς με ελαφρύ οπλισμό). Ενδεχομένως, ως μισθοφόρος έφτασε μέχρι και τη Ρωσία του Ιβάν του τρομερού. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ιταλία και συνδέθηκε με επιφανείς λογίους της Νεάπολης και της Φλωρεντίας, όπου τον πήρε υπό την προστασία του ο Λαυρέντιος των Μεδίκων. Πνίγηκε το 1500 προσπαθώντας να διαβεί έφιππος τον πλημμυρισμένο Καικίνα.
Τα βασικά ποιητικά έργα του Μάρουλλου αποτελούν τέσσερα βιβλία επιγραμμάτων (κατ' ουσίαν, το επίγραμμα ταυτίζεται με το σύντομο λυρικό ποίημα) και τέσσερα βιβλία κοσμολογικών ύμνων (Hymni naturales).
Τα θέματα των ποιημάτων του Μάρουλλου που απαρτίζουν τα βιβλία των επιγραμμάτων του είναι ποικίλα. Τα περισσότερα από αυτά αναφέρονται σε υπαρκτά -σύγχρονα ή παλιότερα- του ποιητή πρόσωπα: σε φίλους ή συγγενείς του, σε γνωστές πνευματικές ή πολιτικές προσωπικότητες της εποχής, αλλά και σε μεγάλες ιστορικές φυσιογνωμίες του παρελθόντος.
Περίοπτη θέση στα επιγράμματα του Μάρουλλου κατέχει η Νέαιρα (ψευδώνυμο υπαρκτής γυναίκας), ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Ο Μάρουλλος ακολουθώντας τα ίχνη, αλλά και τις συμβάσεις, του Κάτουλλου και των Λατίνων ελεγειογράφων αποτυπώνει στην ποίησή του όλες τις φάσεις αυτού του θυελλώδους και βασανιστικού πάθους, που εντούτοις δεν υπήρξε αποκλειστικό. Οι συναισθηματικοί αντιπερισπασμοί αφθονούν: Ροβέρα, Σεπτιμίλλα, Γλυκέρα, Πέτρα. Σε πιο ήπιους τόνους κινούνται τα ποιήματα που έγραψε για τη μνηστή του Αλεξάνδρα Σκάλα. Φαίνεται πως η Κύπρις, πριν ανάψει τις δάδες του Υμεναίου για τον ποιητή μας, είχε ήδη εξαντλήσει τις φλόγες του ιμέρου.
Αν και έγραψε στη λατινική γλώσσα, ο Μάρουλος ανήκει στους πλέον διαπρύσιους κήρυκες τους ελληνισμού, όπως άλλωστε ήταν κι οι περισσότεροι εκπατρισμένοι Έλληνες λόγιοι. Η χαμένη πατρίδα είναι πανταχού παρούσα στον Μάρουλλο: άλλοτε τη θρηνεί κι άλλοτε απευθύνει δραματικές εκκλήσεις στους ισχυρούς της Ευρώπης για την απελευθέρωσή της.
Ο ελληνισμός όμως του Μάρουλλου δεν είναι μόνο εθνικός. Ο Μάρουλλος με τους "Ύμνους του προς την Φύση" προβάλλει, όπως είχε επιχειρήσει λίγο πιο πριν ο Πλήθων, την αρχαία θρησκευτική κοσμοαντίληψη. Δεν έχουμε εν τούτοις έναν επιδερμικό παγανισμό. Ο Μάρουλλος συνδέεται με τον αρχαίο και αναγεννησιακό νεοπλατωνισμό καθώς και με τη μυστικιστική υμνογραφική παράδοση της ύστερης αρχαιότητας, δηλαδή με τους ύμνους του Πρόκλου και των ορφικών. Κατά τον νεοπλατωνισμό, στην κορυφή της πυραμίδας του όντος βρίσκεται το Εν, η θεϊκή αρχή. Το φως της θεότητος διαπερνά και ζωοποιεί βαθμηδόν ολόκληρη τη φύση.
Από την άλλη μεριά, η πανθεϊστική θεωρία του Marsilio Ficino καταργεί την αντίθεση ανάμεσα στην κτίση και τον κτίστη. Η θεότητα είναι η δημιουργούσα αρχή και ταυτόχρονα το ύψιστο τμήμα του παντός. Η διάρθρωση των τεσσάρων βιβλίων των "Ύμνων" ακολουθεί την κατά Mirandola τριπλή ιεραρχική διαβάθμιση του Είναι. Το πρώτο βιβλίο αναφέρεται στις νοητές ιδέες ή στις υπερουράνιες θεότητες, ξεκινώντας από την ύψιστη αρχή, τον IOM (Iupiter Optimus Maximus): «σε σένα αναγνωρίζουμε τον δημιουργό του κόσμου, τον κύριο του αιθέρα, που δεν ορίζει μήτε η αρχή μήτε το τέλος, γιατί είσαι ο ίδιος κι η ζωή κι ο θάνατος.
Εσύ σε όλα βασιλεύεις και κανένας δεν σε κυβερνά, ζεις πάντα στον εαυτό σου και τον χρόνο για τον αιώνα εγκαθιδρύεις... δωρίζεις όλα τα γεννήματα της γης, φτιάχνεις τους νόμους της πανίσχυρης της φύσης, καθοδηγείς τη γη, τη θάλασσα, τον αέρα και τον πόλο, ακινητώντας στη γαλήνη σου τα πάντα μεταβάλλεις και στον θεσπέσιο κόσμο χίλια θαύματα σκορπίζεις». Το δεύτερο και το τρίτο βιβλίο αφιερώνεται στις ουράνιες θεότητες (τον Άρη, τον Κρόνο, την Αφροδίτη κ.τ.λ.). Στην μέση των τεσσάρων βιβλίων βρίσκεται ο ύμνος στον ήλιο, ακριβώς όπως κι ο ήλιος βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου. Το τέταρτο βιβλίο, τέλος, ανυμνεί τις γήινες θεότητες, τα τέσσερα στοιχεία της φύσης: τον αέρα, το νερό, τη γη και τη φωτιά.
Ο Μάρουλλος υιοθετεί επίσης και την νεοπλατωνική ηθική. Ο άνθρωπος έχει εκπέσει από την υπερουράνια πατρίδα του στην φυλακή του σώματος και προσπαθεί να ανέλθει και πάλι στη γενέτειρά του μέσα από την άσκηση και τον καθαρμό: «οι ουρανογεννημένοι εμείς τον τόπο τον γενέθλιο μας αφήσαμε, υπομείναμε τ' αδύναμα, τα γήινα μέλη μας και πρέπει το βαρύ κορμί να συντηρούμε. Γιατί, μόλις στο σκότος βυθιστήκαμε και στην ειρκτή την πνιγηρή μας κι ήπιαμε από το ύδωρ της Στυγός τον ύπνο του θανάτου, από τα διψασμένα στήθη μας φτερούγισεν η ασάλευτη αλήθεια, αντί για πράγματα υπαρκτά σκιές που χάνονται αγκαλιάζουμε… Εμείς, μες σε φαντάσματα μυριάδες και μορφές θηρίων, αδειάσαμε στης Κίρκης το συμπόσιο τ' ανόσια κύπελλα, κυλιόμαστε σε στάβλο βρομερό και πια δεν ατενίζουμε μήτε τον οίκο του πατρός μας μήτε και τον εράσμιο καπνό από τη στέγη της Ιθάκης, μαθημένοι, καιρό τώρα, σε αισχρές μορφές να μεταμορφωνόμαστε».
Αναμφισβήτητα, ο Μάρουλλος ανήκει στους Έλληνες καλλιτέχνες που, ζώντας και δημιουργώντας σε αλλόγλωσσο περιβάλλον, προσπάθησαν να μεταγγίσουν στα έργα τους εκείνο το αρχαιοελληνικό ήθος που συχνά απουσιάζει στους εν Ελλάδι ομοτέχνους τους, δηλαδή σε καλλιτέχνες σαν τον Μωρεάς των "Στροφών" και της "Ιφιγένειας", τον Ξενάκη της "Ορέστειας", με την ακατανόητη στους περισσότερους εμμονή του στην αρχαία προσωδία, και τον Ανδρέα Κάλβο των "Ωδών".
«Μακράν σταθήτε βέβηλοι, να ο Θεός εφάνη!
να οι ναοί εσείσθηκαν εις ταις κρυφαίς σπηληαίς μας,
και το βουνό του Παρνασσού συθέμελον βρυχάται.
Πάλιν εκαταδέχθηκε ο Απόλλων να γυρίση
εις τα παληά λιμέρια του, να ζωντανεύση πάλιν
το σπήλαιον που τώβοσκεν αιώνια σαπίλλα,
πάλιν εμπνέει τας ψυχάς των σοβαρών ανθρώπων
και φωλιαστός 'ς τα σωθικά στρέφει, γεννά τον οίστρον,
οπού ποτίζει την καρδιάν με βακχικήν μανίαν
και την ψυχήν μας συγκινεί, πιέζει και συντρίβει...
Ελάτε ν' αγκαλιάσωμεν τους πατρικούς Θεούς μας,
και πρώτον τον μονογενή που μ' άσβεστον λαμπάδα
τον κόσμον όλον κυβερνά, τον Ήλιον πατέρα...
που το πάθος του εδήλωσε κρυμμένος 'ς την μαυρίλλαν
του σκοταδιού, λοξά θορών τα έργα των κακούργων.
Ούτε η δυστυχία μας, τα θαυμαστά μνημεία,
αι τέχναι μας, αι αρεταί κ' αι θείαι συγγραφαί μας
αυτούς τους συνεκίνησαν! κ' έπεσαν τόσα κάστρα
από φωτιάν και σίδηρον σύρριζα φαγωμένα,
και τόσοι χρυσομάρμαροι ναοί των ουρανίων,
κι άνθρωποι που 'χαν εξ αρχής το κράτος γης, θαλάσσης
εδιώχθησαν, κι από ταις σπηληαίς εδιώξαν τα θηρία,
κι ακόμη, δυστυχής εγώ, Ιερόν ζητώ 'ς τον κόσμον!
Ημείς, οπού το ύστερον ξεθύμασμα της Μοίρας
από πατρίδα εχώρησε και τάφους των γονέων
μένομεν εις παράδειγμα της ανθρωπίνης τύχης.
Αλλ' αν του Βασιλέως μου και του υιού συνάμα
δεν δράμη η βοήθεια, ώ τότε επί τέλους
αι χάριτες ας σβέσωσι της θείας μας της γλώσσης
κι αυταί αι τέχναι ας χαθούν, τα ονόματα τα τόσα,
οπού τα καθιέρωσαν οι κόποι κ' οι αιώνες,
'ς τον βούρκο της λησμονησιάς δια πάντα ας ποντισθώσι,
κι αυτοί εδώ των Πελασγών τα λείψανα ας λάβουν,
και τ' άγια μυστήρια, κι ας φιλοτιμηθώσι
να διασώσουν την τιμήν τοσούτων ονομάτων,
και τα βιβλία που δηλούν τόσους και τόσους κόπους
ψυχών οπού ενίκησαν τον χρόνον και τον Άδην.
Αυτή, ώ πάτερ Ήλιε, θα γίνη η οπλοθήκη
οπού μια 'μέρα την πτωχήν φυλήν θ' αναγεννήση»
(αποσπάσματα από τον «Ύμνο στον Ήλιο» του Μιχαήλ Μάρουλλου, πληθωνιστή «στρατιότο» του 15ου αιώνα, μετάφραση του εθνικού μας ιστορικού Κωνσταντίνου Σάθα - «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος Ζ)
http://www.avgi.gr/StartPageAction.action
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου