Το Σάββατο του Λαζάρου είναι ένα «νεκρολατρευτικό πανηγύρι» για τον ελληνικό λαό, καθώς και για όλους τους Χριστιανούς, γιατί φέρνει στη μνήμη τους την Ανάσταση του Λαζάρου, του φίλου του Χριστού. Χαρακτηριστικά είναι τα κάλαντα που τραγουδούσαν για το Λάζαρο οι χωρικοί, ανήμποροι να συμφιλιωθούν με την ιδέα του θανάτου:
«Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι».
Την ημέρα αυτή ήταν έντονη η ανάμνηση των «οικείων νεκρών» στον κάθε χριστιανό, μια ανάμνηση που δικαιολογούσε την επίσκεψη στα νεκροταφεία.
Το πρωί της Κυριακής των Βαΐων, ημέρα λήξης της Σαρακοστής, οι κάτοικοι των Προμάχων πήγαιναν στην εκκλησία με κλαδιά ελιάς ή δάφνης, τα οποία ευλογούσε ο παπάς και στη συνέχεια τα μοίραζε στους πιστούς. Το έθιμο, που ευτυχώς επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, θυμίζει την υποδοχή του Χριστού με κλαδιά βάγιας, από το λαό των Ιεροσολύμων.
Στη Σωσάνδρα το Σάββατο του Λαζάρου οι γυναίκες πήγαιναν στην εκκλησία με λουλούδια. Αυτά τα μοίραζε ο παπάς την Κυριακή των Βαΐων στους παραβρισκόμενους.
Τα κορίτσια καλοντυμένα και κρατώντας καλάθια γυρνούσαν στα σπίτια και επειδή η Εκκλησία τη μέρα αυτή επιτρέπει το ψάρι, τραγουδούσαν τα παρακάτω κάλαντα:
Το πρωί της Κυριακής των Βαΐων, ημέρα λήξης της Σαρακοστής, οι κάτοικοι των Προμάχων πήγαιναν στην εκκλησία με κλαδιά ελιάς ή δάφνης, τα οποία ευλογούσε ο παπάς και στη συνέχεια τα μοίραζε στους πιστούς. Το έθιμο, που ευτυχώς επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, θυμίζει την υποδοχή του Χριστού με κλαδιά βάγιας, από το λαό των Ιεροσολύμων.
Στη Σωσάνδρα το Σάββατο του Λαζάρου οι γυναίκες πήγαιναν στην εκκλησία με λουλούδια. Αυτά τα μοίραζε ο παπάς την Κυριακή των Βαΐων στους παραβρισκόμενους.
Τα κορίτσια καλοντυμένα και κρατώντας καλάθια γυρνούσαν στα σπίτια και επειδή η Εκκλησία τη μέρα αυτή επιτρέπει το ψάρι, τραγουδούσαν τα παρακάτω κάλαντα:
«Βάγια, βάγια των βαγιών,
τρώνε ψάρι και κολιό,
και την άλλη Κυριακή
τρώνε το ψημένο αρνί».
Στη Σωσάνδρα τα κορίτσια μάζευαν στα καλάθια αλεύρι, ψάρια και κρεμμύδια, τα οποία πήγαιναν σε μια χήρα να τα μαγειρέψει. Επειδή το σπίτι της χήρας ήταν καθαρό, της έψελναν ευχές. Γύριζαν μετά το χωριό και μάζευαν, τώρα πια, αυγά για το Πάσχα. Στο μεταξύ η χήρα ζύμωνε το ψωμί και τηγάνιζε τα ψάρια που θα έτρωγαν το μεσημέρι οι κοπέλες.
ΕΘΙΜΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ-ΠΑΣΧΑ
Ημέρες πένθους για τα πάθη του Χριστού είναι για τους Χριστιανούς οι ημέρες της μεγάλης Εβδομάδας, της «Εβδομάδας των Παθών». Παλαιότερα μάλιστα ακόμη και από τις καθημερινές εκδηλώσεις των Προμαχιωτών και των κατοίκων της Σωσάνδρας απουσίαζε κάθε νότα χαράς. Οι άνθρωποι νήστευαν και απέφευγαν να κάνουν πολλές δουλειές. Το ασβέστωμα του σπιτιού φρόντιζαν να γίνεται πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας εκκλησιάζονταν με ευλάβεια οι πιστοί, ενώ το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, που ψέλνονταν ο «Νυμφίος», ακούγονταν και το συγκινητικό τροπάριο της Κασσιανής, ένα από τα δημοφιλέστερα και από τα μεταγλωττισμένα στις περισσότερες γλώσσες τροπάρια της Βυζαντινής Υμνογραφίας. Το πρωί της Μεγάλης Τετάρτης πολλοί μεταλάμβαναν. Μέχρι το βράδυ πιστοί και από τα δύο χωριά νήστευαν ακόμη και από ψωμί και από νερό. Μόνο όταν άκουγαν την καμπάνα έτρωγαν κάτι και πήγαιναν στην Εκκλησία.
Στους Προμάχους οι περισσότερες νοικοκυρές -τουλάχιστον πιο παλιά- έβαφαν τα αυγά τη Μεγάλη Τετάρτη, οπότε έψηναν και τα τσουρέκια. Το τσουρέκι καθιερώθηκε σαν εξέλιξη του πασχαλινού ψωμιού που έφτιαχναν παλιότερα. Κάποιες άφηναν αυτές τις δουλειές για το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής ενώ στη Σωσάνδρα έβαφαν και βάφουν τα αυγά το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το αυγό και στα χριστιανικά χρόνια συμβολίζει την «ανανέωση της ζωής», ενώ το κόκκινο χρώμα τους, χαρούμενο και ξορκιστικό συγχρόνως, οφείλεται στο αίμα του «εβραϊκού προβάτου» ή στο αίμα του Χριστού. Οι οικογένειες που πενθούσαν δεν έβαφαν αυγά, ενώ κάποιοι τα έβαφαν με φλούδες από κρεμμύδι.
Τα «Δώδεκα Ευαγγέλια» άκουγαν ευλαβικά το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης οι χωρικοί. Στη συνέχεια διανυκτέρευαν στην εκκλησία κάποιες μαυροφορεμένες γυναίκες. Αυτές έλεγαν μοιρολόγια για το Χριστό και άφηναν κάποιο ρούχο ή κόσμημα κοντά σε μια εικόνα, για να «αγιαστεί». Το πρωί το φορούσαν πάλι. Αυτό συνηθίζεται και σήμερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής οι γυναίκες στόλιζαν τον Επιτάφιο. Οι πιστοί μέχρι το απόγευμα Τον προσκυνούσαν και τοποθετούσε ο καθένας πάνω του «ό,τι είχε ευχαρίστηση», ένα κόκκινο αυγό, ένα ζευγάρι κάλτσες ή χρήματα. Επειδή πρόκειται για την πιο ιερή μέρα της εβδομάδας αυτής, σταματούσε κάθε δουλειά μέσα στο σπίτι, όπως το πλύσιμο, το ράψιμο, το κέντημα. Μια και το πένθος της ημέρας ήταν βαρύ οι γυναίκες δε μαγείρευαν αυτό το μεσημέρι.
Σαν αναπαράσταση της κηδείας του Χριστού, γινόταν το βράδυ η περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του κάθε χωριού. Η πένθιμη ατμόσφαιρα της ημέρας δικαιολογούσε και τη θύμηση των νεκρών καθώς και την επίσκεψη στα νεκροταφεία. Το εγκώμιο της Παναγίας προς το Χριστό «ώ γλυκύ μου έαρ...», που ακουγόταν το βράδυ αυτό, συγκινούσε βαθύτατα, καθώς παραπέμπει στο μοιρολόι κάθε χαροκαμένης μάνας. Μαυροφορεμένες κοπέλες, που θυμίζουν τις «Μυροφόρες» του Χριστού, «έραιναν» τον επιτάφιο με ροδοπέταλα από το ψάθινο καλάθι τους. Όσοι επέστρεφαν από την εκκλησία έπαιρναν κάποιο λουλούδι, αφού περνούσαν κάτω από τον επιτάφιο.
Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τη μαγειρίτσα το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου και οι άνδρες έσφαζαν το αρνί που θα σούβλιζαν την Κυριακή.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα πήγαιναν οι άνθρωποι στην Εκκλησία. Το «ιερό φως» έπαιρνε καθένας από τη λαμπάδα αυτού που νόμιζε ότι θα του φέρει τύχη. Ήταν η νύχτα της Ανάστασης του Χριστού. «Χριστός Ανέστη», έψελνε ο ιερέας και αυτό το χαρμόσυνο μήνυμα έφερνε χαρά, αγάπη και συμφιλίωση. Οι άνθρωποι αντάλλαζαν ευχές και φιλιά και τσούγκριζαν αυγά. Το αυγό του τυχερού έμενε στο εικονοστάσι μέχρι το επόμενο Πάσχα.
Κάθε οικογένεια φρόντιζε να «σταυρώσει» με το άγιο φως μιας λαμπάδας την εξώπορτα του σπιτιού της τρεις φορές και να ανάψει το καντήλι. Έπειτα έτρωγε όλη η οικογένεια τη μαγειρίτσα μετά τη νηστεία που είχε προηγηθεί. Το πρωί της Κυριακής εκκλησιάζονταν οι Χριστιανοί και κάποιοι μεταλάμβαναν. Το αρνί το σούβλιζαν σε ατμόσφαιρα έντονης χαράς. «Λαμπρή εορτή και πανήγυρις» λέγονταν από το λαό η ημέρα του Πάσχα και γι' αυτό έχει καθιερωθεί να λέγεται «Λαμπρή». Ακολουθούσε το πλούσιο γεύμα, που συνοδεύονταν από κρασί ή τσίπουρο.
Κάποιες γιαγιάδες Προμαχιώτισσες θυμούνται ότι πολλοί παντρεμένοι φορούσαν τα ρούχα του γάμου τους και οι ελεύθεροι ρούχα με κυρίαρχο το άσπρο χρώμα, επειδή όλα ήταν γιορτινά. Το βράδυ χόρευαν στην πλατεία των χωριών.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου